Ταυτότητα
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, ἀρχίζει μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν τοῦ Σίλα, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ στὴν Νεάπολη καὶ τὴν ἵδρυση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στοὺς Φιλίππους τὸ 50 μ. Χ.
Τὰ γεγονότα διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὸ 16ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. «Ἀφοῦ πέρασαν σύντομα τὴν Μυσίαν κατέβηκαν εἰς τὴν Τρωάδα. Ἐκεῖ κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς ὁ Παῦλος εἶδε ἕνα ὅραμα, κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας στεκόταν μπροστά του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «Διαβᾶς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἠμίν». Ἀμέσως πήραμε τὴν ἀπόφαση νὰ ταξιδεύσουμε στὴν Μακεδονία γιατί θεωρήσαμε ὅτι ὁ Κύριός μας προσκάλεσε νὰ κηρύξουμε στοὺς Μακεδόνες τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ δὲ ἀνοιχτήκαμε μὲ τὸ πλοῖο στὴν θάλασσα, πλεύσαμε κατ' εὐθείαν στὴν Σαμοθράκη καὶ τὴν ἑπομένη στὴν Νεάπολη, ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους τὴν ὀνομαστὴ πόλη τῆς Μακεδονίας.
Μείναμε δὲ στὴν πόλη αὐτὴ μερικὲς ἡμέρες καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ τόπο πλησίον τοῦ ποταμοῦ, ποὺ θεωρεῖτο τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων καὶ συνομιλούσαμε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. Καὶ μία γυναίκα, ὀνόματι Λυδία ἀπὸ τὰ Θυάτειρα, ἔμπορος πορφύρας ἡ ὁποία ἐσέβετο τὸν Θεό, ἄκουγε μὲ προσοχὴ τὰ λόγιά μας. Αὐτῆς ὁ Κύριος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ δώσει προσοχὴ σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν δὲ βαπτίστηκε μὲ ὅλη της τὴν οἰκογένεια, μᾶς προσκάλεσε καὶ μὲ τὴν πολλὴ καὶ εὐσεβῆ ἐπιμονή της, μᾶς ἀνάγκασε νὰ μείνουμε στὸ σπίτι της».
Τὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων ἐπισκέφθηκε ὁ Ἄπ. Παῦλος ἄλλες δυὸ φορές, ἰδιαίτερα τὴν ἀγάπησε καὶ δέθηκε μαζί της. Γιὰ δεύτερη φορᾶ ἐπισκέφθηκε τοὺς Φιλίππους τὰ τέλη Ἰουνίου τοῦ 57 μ. Χ. καὶ γιὰ τρίτη φορᾶ τὴν ἄνοιξη τοῦ 58 μ. Χ. ὅπου γιόρτασε καὶ τὸ Πάσχα μαζί τους.
Οἱ Φίλιπποι ἔγιναν τὸ κέντρο τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.
Τὸ 62 ἢ 63 μ. Χ. ἔστειλε μὲ τον Ἐπαφρόδιτο στοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐκδηλώνει τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης του. Τοὺς ὀνομάζει «ἀδελφοὺς ἀγαπητοὺς καὶ ἐπιπόθητους, χαρὰ καὶ στέφανό του». Στὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων στέλνει ἐπίσης Ἐπιστολὴ γύρω στὰ 108 - 110 μ. Χ. ὁ ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Σμύρνης ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος τιμᾶ καὶ ἐγκωμιάζει τοὺς χριστιανοὺς γράφοντας ὅτι «ἡ βεβαῖα της πίστεως αὐτῶν ρίζα ἐξ' ἀρχαίων καταγγελομένη χρόνων, μέχρι νῦν διαμένει καὶ καρποφορεῖ εἰς τὸν Κύριον...».
Τὸ 315-25 μ. Χ. οἱ χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων χτίζουν τὸν πρῶτο μεγαλοπρεπῆ ναὸ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως.
Στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τὶς φροντίδες τοῦ Ἐπισκόπου Πορφυρίου, κτίζεται καὶ ἄλλος Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄπ. Παύλου μετὰ τὸ 325 μ. Χ. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Κῶν/νὸ ποὺ ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία, στοὺς Φιλίππους ὑπῆρχε μία ἀνθοῦσα Ἐκκλησία ὀργανωμένη σὰν «Μητρόπολις Φιλίππων» μὲ ἕδρα τὴν πόλη τῶν Φιλίππων, στὴν ὁποία ὑπήγοντο πολλὲς ἐπισκοπές.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων, ὅπως ἦταν φυσικὸ ἀκολούθησε τὶς περιπέτειες τῆς πόλεως καὶ τῆς περιοχῆς γενικότερα. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ πόλη βρισκόταν σὲ ἀκμὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν σὲ περίβλεπη θέση καὶ ὅταν ἡ πόλη ὑπέφερε ἀπὸ ἐπιδρομὲς καὶ πολέμους τὰ γεγονότα αὐτὰ εἶχαν ἀντίκτυπο στὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὴν διοικητικὴ ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατρειαρχεῖο, ποὺ ἔγινε ἐπὶ Φωτίου τοῦ Μεγάλου στὴν μεγάλη Σύνοδο τοῦ 879-880 στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Μητρόπολη τῶν Φιλίππων ἀνεξαρτοποιήθηκε ἀπὸ τὴν Ἐξαρχία Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία ἦταν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ καὶ στὴν ὁποία ὑπαγόταν οἱ Μητροπόλεις τῆς Β. Ἑλλάδος, πλὴν τῆς Θράκης καὶ τῆς Παννονίας.
Στὴν Μητρόπολη τῶν Φιλίππων ὑπαγόταν τώρα οἱ Ἐπισκοπὲς Πολυστύλου, Βελικείας, Χριστουπόλεως, Σμολένων, Καισαρουπόλεως καὶ Ἀλεκτρουπόλεως.
Τὸν 12ο αἰώνα ἔχει ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τῆς ἑπτὰ ἐπισκοπές.
Ὅμως ἡ περίοδος τῆς ἀκμῆς δὲν κράτησε πολὺ λόγω τῶν Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν.
Ἐπὶ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου (1282-1320) ἡ Μητρόπολη Φιλίππων ἀπὸ τὴν 39η τάξη πρωτοκαθεδρίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ποὺ εἶχε ὡς τώρα, ὑποβιβάζεται στὴν 47η τάξη. Τὸ 1371 παραχωρεῖται στὴν Μητρόπολη Δράμας καὶ στὴ συνέχεια βρίσκεται ἑνωμένη μὲ ἄλλες ἀρχιερατικὲς ἕδρες. Ἐλευθερουπόλεως καὶ Ξάνθης. Αὐτὴ τὴν περίοδο παρατηρεῖται σ' αὐτὴ τὴν περιοχὴ μιὰ παρακμὴ τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν ἐπιδρομῶν Σέρβων καὶ Τούρκων ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἐπιδημιῶν. Ἡ παρακμὴ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος διαρκεῖ μέχρι τὰ μέσα τοῦ 18ου.
Ἐπὶ Αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-912) φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε ἐπισκοπὴ Χριστουπόλεως ἡ ὁποία ὑπαγόταν στὴν Μητρόπολη Φιλίππων. Πάντως τὸν 13ο αἰώνα ὑπάρχει Μητρόπολης Χριστουπόλεως καὶ στὰ τέλη τοῦ αὐτοῦ αἰῶνος ἐπὶ Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου 1282-1320 ἡ Μητρόπολης Χριστουπόλεως, ἀναβιβάζεται στὴν 48η θέση ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Φιλίππων.
Ὑπῆρχε λοιπὸν Μητρόπολη Χριστουπόλεως ἡ ὁποία ἀλλάζει τὸ ὄνομά της ἀπὸ Χριστουπόλεως σὲ Καβάλας. Ὅμως ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἰδιαίτερα μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς πόλεως τὸ 1391 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἄρχσε νὰ παρακμάζει γιὰ νὰ φθάσει στὸ σημεῖο τῆς παρακμῆς ὥστε ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος ὁ Β' τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1617 νὰ τὴν καταργήσει καὶ νὰ τὴν ὑπάγει στὴν Μητρόπολη Φιλίππων.
Ἔτσι ἀνεξάρτητη κυρίαρχη Μητρόπολη Καβάλας ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰῶνος καὶ μέχρι τὸ 1924 δὲν ἔχουμε.
Τὸ 1675 ἀπετέλεσε ἀνεξάρτητη Ἐξαρχία στὴν ὁποία ὑπάγονταν τὰ χωριὰ : Πολύστυλο, Δουκάλιο (Πετροπηγή), Κουρὶ (Ἁγίασμα), Βασορόπη (Μεσορόπη), Ποδόργιανη (Ποδοχώρι), Πόμπλιανη (Ἀκροπόταμος) καὶ Ὀρφάνι. Τὸ καθεστὼς αὐτὸ πρέπει νὰ διατηρήθηκε μέχρι τὸ 1721 ἀφοῦ ἡ Καβάλα καὶ πάλι ὑπήχθη στὴν Μητρόπολη Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου,
Ἡ κατάργηση τῆς Ἐξαρχίας ὀφείλεται τώρα στὶς οἰκονομικὲς δυσχέρειες ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ Μητρόπολη Ξάνθης, ἡ ὁποία ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ δίνει στὸν Πατριαρχικὸ Ἔξαρχο Καβάλας ἐτήσιο εἰσόδημα ὀγδόντα γρόσια.
Στὴν Μητρόπολη Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου παρέμεινε πλέον μόνιμα ἡ Καβάλα μέχρι τὸ 1924, ὅποτε ἔχουμε τὴν ἀνασύσταση τῆς Μητροπόλεως μὲ τὸν τίτλο «Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως» χωρὶς νὰ περιλαμβάνει τὴν Θάσο, ἡ ὁποία ὑπήχθη στὴν Μητρόπολη τὸ 1953, ὁριστικοποιώντας τὸν τίτλο τῆς ὡς Μητρόπολη «Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου».
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, ἀρχίζει μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν τοῦ Σίλα, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ στὴν Νεάπολη καὶ τὴν ἵδρυση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στοὺς Φιλίππους τὸ 50 μ. Χ.
Τὰ γεγονότα διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὸ 16ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. «Ἀφοῦ πέρασαν σύντομα τὴν Μυσίαν κατέβηκαν εἰς τὴν Τρωάδα. Ἐκεῖ κατὰ τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς ὁ Παῦλος εἶδε ἕνα ὅραμα, κάποιος ἄνδρας Μακεδόνας στεκόταν μπροστά του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας : «Διαβᾶς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἠμίν». Ἀμέσως πήραμε τὴν ἀπόφαση νὰ ταξιδεύσουμε στὴν Μακεδονία γιατί θεωρήσαμε ὅτι ὁ Κύριός μας προσκάλεσε νὰ κηρύξουμε στοὺς Μακεδόνας τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀφοῦ δὲ ἀνοιχτήκαμε μὲ τὸ πλοῖο στὴν θάλασσα, πλεύσαμε κατ' εὐθείαν εἰς τὴν Σαμοθράκη καὶ τὴν ἑπομένη εἰς τὴν Νεάπολη, ἀπὸ ἐκεῖ εἰς Φιλίππους τὴν ὀνομαστὴ πόλη τῆς Μακεδονίας.
Μείναμε δὲ στὴν πόλη αὐτὴ μερικὲς ἡμέρες καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ τόπο πλησίον τοῦ ποταμοῦ, ποὺ θεωρεῖτο τόπος προσευχῆς τῶν Ἰουδαίων καὶ συνομιλούσαμε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. Καὶ μία γυναίκα, ὀνόματι Λυδία ἀπὸ τὰ Θυάτειρα, ἔμπορος πορφύρας ἡ ὁποία ἐσέβετο τὸν Θεό, ἄκουε μὲ προσοχὴ τὰ λόγιά μας. Αὐτῆς ὁ Κύριος ἄνοιξε τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ δώσει προσοχὴ σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν δὲ βαπτίστηκε μὲ ὅλη της τὴν οἰκογένειά μας προσκάλεσε καὶ μὲ τὴν πολλὴ καὶ εὐσεβῆ ἐπιμονὴ τής μας ἀνάγκασε νὰ μείνουμε στὸ σπίτι της».
Τὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων ἐπισκέφθηκε ὁ Ἄπ. Παῦλος ἄλλες δυὸ φορές, ἰδιαίτερα τὴν ἀγάπησε καὶ δέθηκε μαζί της. Γιὰ δεύτερη φορᾶ ἐπισκέφθηκε τοὺς Φιλίππους τὰ τέλη Ἰουνίου τοῦ 57 μ. Χ. καὶ γιὰ τρίτη φορᾶ τὴν ἄνοιξη τοῦ 58 μ. Χ. ὅπου γιόρτασε καὶ τὸ Πάσχα μαζί τους.
Οἱ Φίλιπποι ἔγιναν τὸ κέντρο τῆς Ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ.
Τὸ 62 ἢ 63 μ. Χ. ἔστειλε μὲ τὸν Ἐπαφρόδιτο στοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐκδηλώνει τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης του. Τοὺς ὀνομάζει «ἀδελφοὺς ἀγαπητοὺς καὶ ἐπιπόθητους, χαρὰ καὶ στέφανό του». Στὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων στέλνει ἐπίσης Ἐπιστολὴ γύρω στὰ 108-110 μ. Χ. ὁ ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Σμύρνης ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ὁ ὁποῖος τιμᾶ καὶ ἐγκωμιάζει τοὺς χριστιανοὺς γράφοντας ὅτι «ἡ βεβαῖα της πίστεως αὐτῶν ρίζα ἐξ' ἀρχαίων καταγγελομένη χρόνων, μέχρι νῦν διαμένει καὶ καρποφορεῖ εἰς τὸν Κύριον...».
Τὸ 315-25 μ. Χ. οἱ χριστιανοὶ τῶν Φιλίππων χτίζουν τὸν πρῶτο μεγαλοπρεπῆ ναὸ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως.
Στὴν ἴδια περιοχὴ μὲ τὶς φροντίδες τοῦ Ἐπισκόπου Πορφυρίου, κτίζεται καὶ ἄλλος Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἄπ. Παύλου μετὰ τὸ 325 μ. Χ. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Κῶν/νὸ ποὺ ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ Ἐκκλησία, στοὺς Φιλίππους ὑπῆρχε μία ἀνθοῦσα Ἐκκλησία ὀργανωμένη σὰν «Μητρόπολις Φιλίππων» μὲ ἕδρα τὴν πόλη τῶν Φιλίππων, στὴν ὁποία ὑπήγοντο πολλὲς ἐπισκοπές.
Ἔθος κανονικόν ὴ Ἐκκλησία ἔκπαλαι κέκτηται τῶν ἐπαρχιῶν σύστασιν πρὸς τὰς ἀνάγκας τῶν καιρῶν καὶ τὴν καλήν τοῦ ὅλου συγκροτήματος ὑπόστασιν προσαρμόζειν καὶ οἰκονομεῖν, εἰς εὔρυθμον καὶ λυσιτελῆ τῶν ἐπί μέρους τε καὶ τοῦ ὅλου παράστασιν καί διακυβέρνησιν.
Ἐπειδή τοίνυν κατά τὸν καθ’ ἠμᾶς Ἁγιώτατον πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, μετά τὴν ἄρτι ἐκ τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης εἰς τὸ Ἑλληνικόν Κράτος καταφυγήν τοῦ ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ ἅμα τοῖς ποιμέσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐκ τούτου προσελθοῦσαν ἀλλοίωσιν, ἀνάγκη παρέστη πρόνοιαν λαβεῖν περί τῆς εὐρύθμου καί ἀναλόγου πρὸς τὰς νέας ἀνάγκας, γενικάς τε καὶ μερικάς ἐκκλησιαστικῆς συστάσεωτων διαφόρων ἐν τῶ Ἑλληνικῶ Κράτει περιοχῶν τοῦ καθ’ ἡμᾶς πατριαρχικοῦ κλίματος, ὴ Μετριότης ἡμῶν μετά τῶν περί ἡμάς Ἱερωτάτων Μητροπολίτῶν καὶ ὑπερτίμων, τῶν ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῖν ἀδελφῶν καὶ συλλειτουργῶν, διασκεψάμενοι μετά τῆς ὀφειλομένης προσοχῆς περί τῆς ἀνάγκης ταύτης, ἔγνωμεν σὺν ἄλλοις νέας ἱδρῦσαι Μητροπόλεις ἐκ τμημάτων τῶν ὑπαρχουσῶν ἐπί τῆ βάσει καί τῆς πολιτικῆς διαιρέσεως τῶν μερῶν.
Οὕτω δὴ φρονίσαντες καὶ διασκεψάμενοι συνοδικῶς, ἔγνωμεν συστῆσαι ἐπ’αἰσίοις καὶ τὴν νέαν ἐπαρχίαν καὶ Μητρόπολιν Καβάλας, χωρίσαντες ἀπό τῆς Ἱεράς Μητροπόλεως Ξάνθης τὰς ὑποδιοικήσεις Καβάλας καὶ Νέστου καὶ προσαρτήσαντες αὐτάς εἰς τὴν νέαν ταύτην Μητρόπολιν Καβάλας.
Ἐφ’ ὦ ἀποφαινόμεθα καὶ ὁρίζομεν συνοδικῶς ὅπως ὴ ἐξονομασθεῖσα περιοχή, ἤτοι αἱ ὑποδιοικήσεις Καβάλας καὶ Νέστου, ἀποτελῆ ἐφεξῆς ἰδίαν ἐπαρχίαν καὶ Μητρόπολιν, ἐπωνυμουμένην «Ἱεράν Μητρόπολιν Καβάλας» μεθ’ ἕδρας τῆς πόλεως Καβάλας, ὸ δὲ ἐν αὐτῆ ποιμαίνων ἀρχιερεύς, μνημονεύων τοῦ Πατριαρχικοῦ ὀνόματος, ὡς τέτακται, καὶ τὴν τακτικήν αὐτοῦ ἕδραν ἐν Καβάλα, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος Ἀνατολικῆς Μακεδονίας».
Παραγγέλομεν δὲ πατρικῶς τῶ τε κλήρω καὶ τῶ λαῶ τῆς οὕτω ἐπ’ αἰσίοις συνιστωμένης νέας θεοδσώστου ἐπαρχίας ὡς τέκνοις ἡμῶν ἐν Κυρίω ἀγαπητοῖς ὅπως, ὑποτασσόμενοι ἐκκλησιαστικῶς ἐφεξῆς εἰ τόν κανονικόν ἀρχιερέα καὶ ποιμένα αὐτῶν, κατά τὴν τοῦ Παῦλου ἐντολήν, φιλοτιμῶνται δὲ ἅμα συντρέχειν καὶ συναντιλαμβάνεσθαι εἰς τὴν αἰσίαν τῶν πραγμάτων τῶν ἑαυτῶν ἑπαρχιῶν διευθέτησιν καὶ διεξαγωγήν, ἵνα οὕτως, ἐκτάκτως καὶ ἀσφαλῶς τῶν πάντων ἐν αὐτῆ διεξαγομένων, πολλήν τῆ Μητρί Ἐκκλησία ἡ ἀπ’ αυτῶν παραμυθία καὶ τὸ στήριγμα.
Ταῦτα οὕτω δόξαντα καὶ κριθέντα ἐκυρώθησαν συνοδικῶς. Εἰς δὲ μόνιμον αὐτῶν παραφυλακήν ἐγένετο καὶ ὁ παρών Πατριαρχικός καὶ Συνοδικός Τόμος, καταστρωθείς μὲν καὶ ὑπογραφείς καὶ ἐν τῶ Ἱερῶ Κώδικι τῆς καθ’ ἡμᾶς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐκδοθείς δέ καί ἐν ἴσω καί ἀπαραλλάκτω καί διαβιβασθείς ἵνα κατατεθῆ ἐν τοῖς ἀρχείοις τῆς ἀρτισυστάτου θεοσώστου Μητροπόλεως Καβάλας.
Ἐν ταῖς Πατρειαρχείοις κατά μῆνα Ὀκτώβριον ασκδ’ Ἰνδικτιῶνος Η’.
Γεννημένος στὰ 1880 στὸ Ἀϊδίνιο τῆς Μ. Ἀσίας ἔκλεισε μέσα του, ὅλους τους πόθους καὶ τὶς ἐλπίδες τοῦ σκλαβωμένου ἑλληνισμοῦ.
Μαθητὴς ἀκόμη τοῦ Γυμνασίου Σάμου διακατέχεται ἀπὸ ζωηρὰ πατριωτικὰ αἰσθήματα. Στὸν πόλεμου τοῦ 1897 ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ σπρωγμένος ὁ Θεμιστοκλῆς Χατζησταῦρος, ξεσηκώνει τοὺς συμμαθητὲς τὸθ καὶ κρυφὰ ἐγκαταλείπουν τὸ γυμνάσιο καὶ ἔρχονται στὴν Ἀθήνα. Παρουσιάζονται στὸ Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν καὶ ζητοῦν νὰ στρατευθοῦν. Τὸ ἀίτημά τους ὅμως δὲν γίνεται δεκτὸ καὶ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν Σάμο. Τὸ 1902 ἀποφοιτὰ ἀριστοῦχος ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης καὶ χειροτονεῖται διάκονος ἀπὸ τὸν τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη τὸν μετέπειτα Ἐθνομάρτυρα καὶ ἅγιο Μητροπολίτη Σμύρνης.
Τὸ 1910 ὁ Δράμας Χρυσόστομος μετατίθεται στὴν Μητρόπολη Σμύρνης καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ὁ ἀρχιδιάκονος Χρυσόστομος. Ἡ Ἐκκλησία μετὰ ἀπὸ εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτη, τὸ προβιβάζει σὲ ἐπίσκοπο βοηθὸ τοῦ Σμύρνης, μὲ τὸν τίτλο τῆς παλαιᾶς Ἐπισκοπῆς Τράλλεων καὶ τὸ 1913 τὸν ἐκλέγει Μητροπολίτη Φιλαδελφείας. Πρῶτο του μέλημα ἦταν ἡ νεότητα. Ἵδρυσε τὸ Ἐθνικὸ Οἰκοτροφεῖο Φιλαδελφείας. Ἕνα ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα, μὲ ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν καὶ σχολεῖα ὅλων τῶν βαθμίδων. Ἐκεῖνο τὸ Σάββατο στὶς 27 Αὐγούστου τοῦ 1922 ὁ Χρυσόστομος βρισκόταν στὴ Μητρόπολη Σμύρνης γιὰ τακτικὴ συνεργασία μὲ τὸν Γέροντά του. Ἔτσι παρακολούθησε ἀπὸ κοντὰ τὸ δράμα τοῦ μάρτυρα Ἱεράρχη. Ταλαιπωρημένος, πικραμένος, δυστυχής, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, φθάνει στὴν Ἀθήνα ὅπου μὲ τηλεγραφικὴ ἐντολὴ τοῦ Πατριαρχείου, διορίζεται Ἀποκρισάριος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν περίθαλψη τοῦ προσφυγικοῦ πληθυσμοῦ.
Τὸ 1924 ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ Πατριαρχεῖο τὸν πιέζουν νὰ ἀναλάβει τὴν Μητρόπολη Ρόδου. Εἶναι ἐποχὴ ποὺ τὰ Δωδεκάνησα βρίσκονται κάτω ἀπὸ Ἰταλικὴ κατοχή. Στὴν ἀρχὴ δείχνουν καὶ οἱ Ἰταλοί, ὅτι εὐνοοῦν τὴν ἐκλογή. Ἀργότερα ὅμως, θὰ προβάλλουν ἀπαράδεκτους ὅρους, ταπεινωτικοὺς γιὰ Ἕλληνα Μητροπολίτη. Ἔτσι ὁ Χρυσόστομος ἀρνεῖται τὴν ἐκλογὴ καὶ δὲν κατεβαίνει στὴν Ρόδο.
Τὸ Πατριαρχεῖο τὸν ἐκλέγει προσωρινὰ Μητροπολίτη Βεροίας καὶ Ναούσης καὶ μετὰ ἀπὸ τέσσερες μῆνες τὸν μεταθέτει ὁριστικὰ στὴν νεοσύστατη Μητρόπολη Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως.
Ἡ Μητρόπολη αὐτὴ πνευματικὰ ἀπὸ τὸ 1721 ὑπαγόταν στὸν Μητροπολίτη Δράμας, Τὸ 1924 ἱδρύθηκε σὰν «Μητρόπολις Καβάλας καὶ Νέστου» καὶ ἀπὸ τὸ 1930 ὀνομάστηκε «Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως».
Ἦταν 21 Δεκεμβρίου του1924 ὅπου ἐνθρονίζεται ὁ νέος Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἀμέσως πρωτοστατεῖ στὴν ἐγκατάσταση τῶν ξεριζομένων προσφύγων ποὺ στὴν περιοχὴ ἀνέρχονται σὲ 45.000.
Ἱδρύει στὴν Καβάλα τὴν «Χριστιανικὴ Ἑστία», διόροφο Κτίριο, ποὺ στεγάζει αἴθουσα διαλέξεων, βιβλιοθήκη, τὰ Γραφεῖα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας. Πολλὰ Τζαμιά, κατάλοιπα τῆς δουλείας, τὰ μετατρέπει σὲ Ἐκκλησίες, ἱδρύει τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σίλα.
Σχολεῖα, γηροκομεῖα, οἰκοτροφεῖα καὶ ἄλλα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα φυτρώνουν σὲ ὅλη τὴν Ἐπαρχία. Ἐκδίδει τὸ περιοδικό της Μητροπόλεως «Ἀπόστολος Πάυλος» καὶ ἔτσι ἀποκτᾶ ἕνα βῆμα ἀπὸ ὅπου μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς χριστιανούς.
Τὸ 1940 ὅταν ὁ Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα ὁ Χρυσόστομος βρέθηκε καὶ πάλι στὴν πρώτη γραμμή. Πολύπλευρη καὶ τώρα ἡ δράση του γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν ἀγώνα.
Γιὰ τὴν τότε δράση τοῦ αὐτὴ ὁ τότε Νομάρχης Καβάλας γράφει σὲ ἔκθεσή του πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας: «Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων καὶ Νεαπόλεως κ. Χρυσόστομος, πρωτοπόρος εἰς πάσαν κίνησιν φιλανθρωπίας καὶ ἀλληλεγγύης, ἀποτελεῖ εἰς τὴν περιφέρειαν ταύτην τὸν ἄξονα, περὶ τὸν ὁποῖον στρέφεται ἡ ἐκδήλωσις τῆς οἱασδήποτε ἐνεργείας, ἀναζωπυρούσης τὸ Θρυσκευτικὸν καὶ Ἐθνικὸν φρόνημα λαοῦ καὶ στρατοῦ».
Ἦρθαν ὅμως οἱ δύσκολες μέρες τῆς Βουλγαρικῆς κατοχῆς. Οἱ Βούλγαροι γιὰ νὰ ἑδραιώσουν τὴν Κατοχή τους, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ διώξουν τοὺς Ἕλληνες Μητροπολίτες καὶ νὰ ἐξαρτήσουν τὶς περιοχὲς τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας στοὺς Βούλγαρους Μητροπολίτες Νευροκοπίου καὶ Φιλιππουπόλεως.
Χαλασμὸς ἦταν τὸ πέρασμα τῶν Βουλγάρων ἀπὸ τὴν Μητρόπολη. Κατέστρεψαν τὸ ἱστορικὸ ἀρχεῖο, λεηλάτησαν τὸ τυπογραφεῖο, κατέστρεψαν τὴν Χριστιανικὴ Ἑστία, ἔκαψαν τὰ βιβλία τῆς Βιβλιοθήκης, γύρω στοὺς 2.000 τόμους.
Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀρχίσει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχὴ πολὺ ἐπικίνδυνη, τότε ποὺ ὁ ἀδελφὸς πολεμοῦσε τὸν ἀδελφό.
Δὲν πέρασαν λίγα χρόνια καὶ ἡ ζωὴ ξανάρχισε στὴν τραυματισμένη Μητρόπολη. Ἠ χριστιανικὴ Ἑστία ἄρχισε πάλι τὸ ἔργο της, οἱ Ἐκκλησίες ἐπιδιορθώθηκαν.
Στὶς 14 Φεβρουαρίου 1962 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος γιὰ νὰ προσφέρει τὴν Ἐκκλησιαστικήν του πείρα στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ μία δύσκολη περίοδο.
Στὶς 9 Ἰουνίου τοῦ 1968 Κυριακή της Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, παρέδωσε τὸ πνεῦμα.
Γνήσιος Ἕλληνας, ἀκέραιος Ὀρθόδοξος, γενναῖος Ἱεράρχης βάδισε τὸν δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ πέρασε στὴν χώρα τῶν Ζώντων.
Ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου Χρυσοστόμου εἰς τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸν θρόνο τὸ 1962 μέχρι τῆς ἐκλογῆς τοῦ νέου Μητροπολίτου Ἀλεξάνδρου τὸ 1965 τὴν διαποίμανση τῆς Μητροπόλεως εἶχε ὡς τοποτηρητὴς ὁ Μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἀλέξανδρος Κοντώνης γεννήθηκε τὸ 1907 στὴν Ἀμισὸ τοῦ Πόντου.
Σπούδασε στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης ἀπὸ ὅπου ἀποφοίτησε τὸ 1937. Διάκονος χειροτονήθηκε τὸ 1936 καὶ Πρεσβύτερος τὸ 1939. Τὰ ἔτη 1939-40 ἐπὶ Πατριάρχου Βενιαμίν, ὑπηρέτησε στὸ Γαλάζιο της Ρουμανίας σὰν ἱερατικὸς Προϊστάμενος καὶ καθηγητὴς εἰς τὸ ἐκεῖ Ἑλληνικὸ Γυμνάσιο, στὴ συνέχεια ἐφημέριος καὶ ἱεροκήρυκας στὴν Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη καὶ Ἀθήνα.
Τὸ 1965 ἐξελέγη Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου. Ἁπλός, ταπεινός, πράος, ἄφησε ἀγαθὴ ἀνάμνηση μὲ τοὺς πολλοὺς ἱερεῖς ποὺ χειροτόνησε, καὶ κάλυψε ὅλες τὶς ἐνορίες τῆς Μητροπόλεως, μὲ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Στέγη τῶν Σπουδαστῶν, ὅπου δεκάδες μαθηταὶ ἀπὸ τὴν Μητροπολιτικὴ Περιφέρεια βρῆκαν στέγη, τροφή, ζεστασιὰ στὴν διάρκεια τῶν γυμνασιακῶν σπουδῶν, τὴν θεμελίωση τοῦ νέου οἰκοτριφείου στὸν Ἅγιο Σίλα.
Τὸ περιοδικό της Μητροπόλεως τὸ «Φῶς» τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος παρακολουθοῦσε ἦταν τὸ μέσο τῆς πνευματικῆς τροφοδοσίας τοῦ ποιμνίου.
Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του, ἀνεγείρεται ὁ Ναὸς Βαπτιστήριο τῆς Ἁγίας Λυδίας, ἀφοῦ μὲ δική του πρωτοβουλία ἡ πρώτη χριστιανὴ γυναίκα στὴν Εὐρώπη, διὰ πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατατάσσεται στὴν χορεία τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας.
Ἀνεγείρει τὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Τρύφωνος στὸ Περιγιάλι καὶ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Ἄσπρη Ἄμμο καὶ συλαμβάνει τὴν ἰδέα ποὺ ἀνακοινώνει στοὺς χριστιανοὺς τῆς Καβάλας γιὰ τὴν θεμελίωση καὶ ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸ Ναγκαμπάλε τῆς Οὐγκάντας.
Μετὰ ἀπὸ προσφορὰ ἐννέα ἐτῶν τὸ 1974 μετετέθη εἰς τὴν νέα Ἱερὰ Μητρόπολη Περιστερῖου, νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὴν Ἐκκλησία μέχρι τῆς Κοιμήσεώς του.
1974 - 2017
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου κ. Προκόπιος κατὰ κόσμον Μιχαὴλ Κῶν/νοῦ Τσακουμάκας ἐγεννήθη στὸ Βουνὸ Χίου τo 1939. Ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τῆς Κορίνθου τὸ 1958 καὶ ἀπὸ τὴν θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν τὸ 1963. Χειροτονήθηκε Διάκονος τὸ 1960 καὶ Πρεσβύτερος τὸ 1965. Ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας στην Ἱερὰ Μητρόπολη Κορινθίας.
Τὸ 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου. Ἐνθρονίσθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὴν 15η Ἰουνίου τοῦ 1974. Συνεχίζοντας τὸ ἔργο τῶν προκατόχων τοῦ Ἀρχιερέων, συμπλήρωσε τὸ οἰκοτροφεῖο στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Σίλα, ἀνήγειρε τὸ νέο οἴκημα τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μὲ χώρους ποὺ ἐξυπηρετοῦν τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Μητροπόλεως, ὅπως τὴν αἴθουσα διαλέξεων, τὴν Βιβλιοθήκη, τὸ Μουσεῖο, τὴν Ἔκθεση τοῦ χριστιανικοῦ βιβλίου, τὸ γραφεῖο τῆς ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς μὲ τοὺς πολλοὺς φίλους καὶ τὴν πλούσια δραστηριότητά του.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1992 ὁ Μητροπολίτης μὲ τοὺς συνεργάτες τοῦ γραφείου καὶ μία ὁμάδα χριστιανῶν ἐπισκέφθηκαν τὴν Κένυα καὶ τὴν Οὐγκάντα, εἶδαν ἐκεῖ μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὸ ἔργο τῆς Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς καὶ ἐγκαινίασαν στὸ Ναγκαμπάλε τὸν Ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ κτίστηκε μὲ χρήματα τῶν χριστιανῶν τῆς Μητροπόλεως. Πολλοὶ Ναοὶ στὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα ἐπισκευάσθηκαν ἢ ἀνηγέρθησαν ἐκ θεμελίων ὅπως τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου στὶς Μαριὲς Θάσου, τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Κορυφῶν, τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ στὴν Καβάλα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν Ἀμυγδαλεώνα.
Μὲ τὴν φροντίδα τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου ἱδρύθηκε καὶ λειτουργεῖ στὸν χῶρο τοῦ προσκυνήματος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στὴν Ν. Καρβάλη ἀρχικὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Φροντιστήριο στὸ ὁποῖο ἐπιμορφώθηκαν οἱ Ἱερεῖς τῶν Μητροπόλεων Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ Θράκης καὶ σήμερα τὸ Ἑνιαῖο Ἐκκλησιαστικὸ Λύκειο στὸ ὁποῖο φοιτοῦν νέοι ποὺ θὰ γίνουν τὰ αὐριανὰ στελέχη τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ τρία Μοναστήρια τῆς Μεταμορφώσεως τῶν Νικητῶν, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Θάσου, ἀπέκτησαν διὰ τῶν σχετικῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ κρατικῶν διαδικασιῶν κανονικὴ καὶ νομικὴ ὑπόσταση καὶ ἀνηγέρθησαν ἐκ θεμελίων τὰ κτιριακὰ συγκροτήματα μὲ ὅλους τους προβλεπόμενους χώρους Καθολικά, Παρεκκλήσια, Κελιά, Τράπεζες, Βιβλιοθῆκες, Ἀρχονταρίκια, Ξενῶνες.
Γιὰ τοὺς ἀπομάχους της ζωῆς ἤδη εἶναι ἕτοιμο στὴν Χρυσούπολη τὸ Γηροκομεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα».
Στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μὲ πρόταση τοῦ Μητροπολίτου λειτουργεῖ «Τὸ Τραπέζι Τῆς Ἀγάπης», τὸ ὁποῖο μὲ πολὺ ἀγάπη περιβάλει ἡ κοινωνία τῆς Καβάλας καὶ στὸ ὁποῖο βρίσκουν καταφύγιο ἄνθρωποι γέροι, ἀνήμποροι, μοναχικοί.
Στὴν Καλλιράχη τῆς Θάσου ἀνηγέρθη τὸ Ἐπισκοπεῖο τοῦ νησιοῦ καὶ δίπλα σ' αὐτὸ σ' ἕνα ἄνετο κτήριο ποὺ τώρα ἀνήκει πιὰ στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη λειτουργοῦν οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις ὅπου τὸ καλοκαίρι σὲ τέσσερις περιόδους παιδὶα τῆς Μητροπόλεως καὶ χωρῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ, κάτω ἀπὸ τὴν φροντίδα καὶ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας κάνουν τὶς διακοπές τους καὶ συνηθίζουν νὰ ζοῦν στὴν κοινοβιακὴ ζωή.