ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΩΝ ΘΑΣΟΥ
(Ηγούμενος Αρχιμ. Επιφάνειος Σακελλαρίου, Τηλ : 2593051394)
Παρακάμπτοντας τον κεντρικό περιφερειακό δρόμο που περιμετρικά ενώνει όλο το καταπράσινο νησί της Θάσου, στο 14ο χιλιόμετρο από Πρίνο προς Λιμενάρια και ακριβώς στο ύψος της γέφυρας που βρίσκεται στη είσοδο της Σκάλας Μαριών, συναντούμε την αρχή ενός άλλου καλοφτιαγμένου δρόμου, που ακολουθώντας μια ομαλή ανηφοριά για 11 χιλιόμετρα προς το εσωτερικό του νησιού, φθάνει στο όμορφο και γραφικότατο χωριό της Θάσου τις Μαριές.
Μακραίωνη και σημαντική η ζωή και αυτού του χωριού, με έντονη παρουσία στην πολιτιστική, οικονομική και ιστορική φυσιογνωμία του νησιού. Ιδιαίτερο καύχημά του είναι ότι εδώ γεννήθηκε ο 14ετής νεομάρτυρας Ιωάννης (το ραφτόπουλο) που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1652. Ακριβώς στο 6.5 χιλιόμετρο του δρόμου αυτού που οδηγεί στις Μαριές, αρχίζει ένας νέος στενός αλλά αρκετά καλοδιατηρημένος χωματόδρομος, που ακολουθώντας τον για 800 μ. προς το Βορρά φθάνουμε στο μικρό αλλά πανέμορφο μοναστήρι της ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.
Όλη η περιοχή είναι θαυμάσια. Η "συνύπαρξη" των λιόδεντρων και των πεύκων και ο εκφραστικός συνδυασμός τους με τη λουλουδιασμένη φύση και την απεραντoσύνη του πράσινου, κάνει να ριγεί από ευχαρίστηση κάθε φυσιολάτρης της περιοχής. Μοναδική παραφωνία προς τη μαγευτικότητα του τοπίου αποτελεί το μικρό, ευτυχώς, τμήμα του καμένου δάσους που βρίσκεται απέναντι και νοτιοανατολικά προς το μοναστήρι θυμίζοντας την πρόσφατη τραγωδία της πυρκαγιάς.
Η μοναστική αγιορείτικη πολιτεία με κορώνα της τον πανύψηλο Άθωνα, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι και νοτιοανατολικά, δίνει μια ιδιαίτερη μαγεία στο τοπίο και βοηθάει τον ευλαβή προσκυνητή του μοναστηριού να νιώσει καλύτερα την ιερότητα του χώρου ατενίζοντας, έστω και από μακρυά, το πανέμορφο εκείνο περιβόλι της Παναγίας.
Όντας ζωντανό εργοτάξιο τα τελευταία χρόνια το μοναστήρι, δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς τις κτιριακές εγκαταστάσεις του και τη "μορφή" του, αφού κάθε χρόνο αλλάζει αυτή με την προσθήκη νέων κτισμάτων ή την ωραιοποίηση των παλαιοτέρων απ' αυτά. Πάντως σήμερα, εκτός από τον κεντρικό ναό που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, υπάρχει μισολοκληρωμένη, τουλάχιστον η βορεινή πλευρά των κτισμάτων της μονής, στην οποία βρίσκονται τα κελλιά των μοναχών, η βιβλιοθήκη και το πανέμορφο εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου που είναι πράγματι ένα σωστό κομψοτέχνημα. Υπάρχει ακόμα ένα ανεξάρτητο κτίσμα στα δεξιά της εισόδου της μονής όπου στεγάζεται το μαγειρείο, ο ξενώνας και τα δωμάτια, στα οποία φιλοξενήθηκαν προσωρινά και οι υπέργηρες μοναχές της μονής του Αγίου Παντελεήμονος Θάσου με την ηγουμένη αυτών, γερόντισσα Φιλοθέη, μέχρις ότου εγκαταστάθηκαν οριστικά στις εγκαταστάσεις της μονής. Τέλος, στη νοτιοανατολική πλευρά της μονής, αριστερά της εισόδου αυτής, ολοκληρώθηκε τα Χριστούγεννα 1989 η ανέργεση μιας θαυμάσιας αίθουσας υποδοχής των προσκυνητών που θα παίζει το ρόλο του αρχονταρικίου.
Η είσοδος του μοναστηριού είναι αρκετά εντυπωσιακή. Μια πραγματικά τεράστια σιδερένια εξώπορτα οδηγεί σε μια όμορφη, περιποιημένη αυλή που απλώνεται σε λωρίδες ανάμεσα σε πεζούλια γεμάτα με λουλούδια. Σε δυο τρία σημεία της είναι σκεπασμένη με πλούσιες και σκιερές κληματαριές, κάτω απ' τις οποίες στα όμορφα καλοκαιριάτικα δειλινά γίνεται με κατάνυξη το Απόδειπνο. Στο βάθος της αυλής λίγο πριν από την Εκκλησία και προς τα νότια αυτής, μια πέτρινη παραδοσιακή βρύση, χωρίς ιδιαίτερα στολίδια, τρέχει ελεύθερη σα ζαρκάδι χωρίς ποτέ να σταματάει... Εδώ κάθε φορά που γίνεται αγρυπνία στο μοναστήρι αλλά και κάθε φορά που το "τυπικό" της Εκκλησίας το καλεί, ψάλλεται ο μικρός Αγιασμός που "ισοκρατείται" από το αέναο κελάρισμα του νερού.
Γραπτές μαρτυρίες για την πρώτη ανέγερση του ναού της Παναγίας στη θέση που βρίσκεται σήμερα δεν έχουμε πριν από το 1813. Δεν ξέρουμε ακόμη μάλιστα αν ο ναός αυτός κτίστηκε ως απλό εξωκκλήσι του χωριού Μαριών στη θέση αυτή ή αν κάποτε ήταν ναός κάποιου μετοχίου που αργότερα παραχωρήθηκε στο χωριό. Το βέβαιο πάντως είναι ότι δυτικά και βόρεια αυτού, σε απόσταση ενός έως τριών χιλιομέτρων, υπήρχαν τουλάχιστον τρια μετόχια των Αγιορείτικων μονών Ξηροποτάμου, Σταυρονικήτα και Καρακάλου. Σήμερα όλος ο χώρος που περιέβαλλε τα μετόχια αυτά μαζί με τα ελαιόδενδρά τους που άλλοτε ανήκαν στις αντίστοιχες αγιορείτικες μονές, από το 1932 έχει απαλλοτριωθεί και τον κατέχουν οι κάτοικοι των Μαριών και των Λιμεναρίων.
Τι ρόλο λοιπόν έπαιξε το εξωκκλήσι της Παναγίας; Πότε ακριβώς πρωτοκτίστηκε; Προϋπήρχε των παραπάνω μετοχίων; Ο Θάσιος φιλόλογος κ. Κ. Χιόνης, γνωστός για τη μεγάλη του προσφοράστη διάσωση της ιστορίας και των παραδόσεων του νησιού Θάσου, γράφει παρασυρόμενος προφανώς από τις κτιτορικές επιγραφές που υπάρχουν στο νότιο και δυτικό τοίχο της εκκλησίας, αλλά και σε μια "οικοδομική" άδεια που βρίσκεται στην πίσω σελίδα κάποιου τουρκικού έγγραφου, το οποίο μνημονεύουμε σε άλλη ενότητα, ότι ο ναός πρωτοκτίσθηκε το 1813. Αντίθετα δική μας άποψη ήταν πάντοτε ότι στο ίδιο σημείο που είναι κτισμένη σήμερα η εκκλησία, προϋπήρχε ναός, έστω μικρότερος, στα θεμέλια του οποίου κτίσθηκε η νέα εκκλησία. Και ο χρόνος μας δικαίωσε. Μετά τη μετάφραση του παραπάνω εγγράφου, το θέμα ως προς τη σημερινή εκκλησία έχει λυθεί οριστικά. Πότε όμως πρωτοκτίσθηκε το πρώτο εκκλησάκι; Πολλές είναι οι παραδόσεις και οι θρύλοι που κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα στους Μαριώτες. Ποιές τελικά από αυτές είναι αληθινές;
Περιμένοντας μια μέρα το λεωφορείο της γραμμής στη γέφυρα που βρίσκεται στη διασταύρωση του δρόμου Πρίνου-Λιμενάρια και Σκάλας Μαριών είχα την τύχη να συναντηθώ με μερικές από τις γεροντότερες γυναίκες του χωριού. Μεταξύ αυτών που συγκράτησα τα στοιχεία της, ήταν και η κ. Μαρίνου Διαμάντω, σήμερα 85 ετών. Γρήγορα η κουβέντα μας έφθασε στο μοναστήρι της Παναγίας, της "Παναγούδας", όπως το έλεγαν πριν. Μου μίλησαν για τα πανηγύρια τους, για τα ολονύκτια και, μερικές φορές, πολυήμερα (μέχρι και μία βδομάδα) γλέντια τους, μου μίλησαν για τα πολυάριθμα θαύματα της Παναγίας μας και φυσικά μου είπαν για την παράδοση που διασώθηκε από γενιά σε γενιά μέχρι τις μέρες τους και αναφέρεται στο κτίσιμο της πρώτης εκκλησίας.
Δεν ήταν, λέει ο θρύλος, τα παλαιά τα χρόνια εκεί η εκκλησία της Παναγούδας. Ήταν πολύ πιο κάτω από τη σημερινή της θέση, δίπλα στον Πύργο, στη διασταύρωση δηλαδή που ενώνεται ο δρόμος για τα Λιμενάρια με το σημερινό αμαξωτό δρόμο Σκάλας Μαριών με το επάνω χωριό. Αχλάδι τη λέγανε όλη τη γύρω περιοχή, ίσως από τις πολλές αχλαδιές που υπήρχαν κατάσπαρτες παντού.
Η εκκλησία δεν ήταν τότε μεγάλη. Ενα μικρό εκκλησάκι ήταν, αλλά στο Πανηγύρι του (15 Αυγούστου) μαζευόταν όλος οκόσμος απ' τη γύρω περιοχή.
Γλέντια και τότε γίνονταν πολλά. Ο κόσμος τα πανηγύρια αυτά περίμενε για να διασκεδάσει. Δεν είχε τότε τις σημερινές δυνατότητες...
Σ' ένα τέτοιο όμως πανηγύρι ήρθε η καταστροφή. Δεν ξέρουμε πότε έγινε αυτό. Ο θρύλος χάνεται στα βάθη του παρελθόντος. Ήρθαν, λέει, πειρατές, οι φοβεροί Αγαρηνοί και κατέσφαξαν τον κόσμο. Πότε έγινε αυτό; Μήπως τότε που το νησί και όλη η Μεσόγειος μαστίζονταν από την Πειρατεία; Ήταν πράγματι 'Άγαρηνοί" και "Πειρατές" οι σφαγείς ή κάποια αρχική περίοδος τουρκικής θηριωδίας; Αν πράγματι πάντως δεν ήταν Τούρκοι αλλά "άλλοι πειρατές", τότε η σφαγή πρέπει να έγινε τουλάχιστον πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα.
Τι λέει όμως ο θρύλος; "Την παραμονή κάποιας πανηγύρεως, άρχισε να διηγείται η κ. Διαμάντω, ένα βυζανιάρικο μωρό που δεν είχε ακόμη κλείσει ούτε τους δεκαπέντε μήνες της ζωής του, μίλησε ξαφνικά. Είπε πως βλέπει αίματα, σφαγές και βασανιστήρια και πως πρέπει όλοι να φύγουν. Ο πανικός και ο φόβος που έπιασε τότε όλους τους χριστιανούς ήταν τρομερός αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι δεν εφυγαν αμέσως. Έτσι, όταν την άλλη μέρα έφτασαν πράγματι οι πειρατές, έσφαξαν χωρίς οίκτο όλους του "άπιστους'. Έτσι, συνέχισε η κ. Διαμάντω, τελειώνει στη "φάση" αυτή ο θρύλος". Η εικόνα της Παναγίας που ήταν μέσα στο εξωκκλήσι χάθηκε. Την πήραν αυτοί που έφυγαν την παραμονή και την έκρυψαν πιο πάνω; Την πήρε κάποιος λαβωμένος απ' τις σπαθειές των Αγαρηνών και κατάφερε να την φέρει πριν ξεψυχήσει στο μέρος που βρέθηκε αργότερα; Κανείς δεν ξέρει να μας πει. Πάντως η Εικόνα σε λίγο βρέθηκε. Και βρέθηκε με τρόπο θαυματουργικό.
Εδώ έκανε το σταυρό της η κυρά Διαμάντω και την μιμήθηκαν και οι άλλες γυναίκες που ήταν δίπλα της. Σε λίγο πήρε μια ανάσα και συνέχισε: "Χρόνια πολλά μετά το κακό, η ίδια η Παναγία παρουσιάστηκε σ' ένα τσομπανόπουλο..." Ο κόσμος, τότε, όπως γράφει και ο Φώτης Τριάρχης που διέσωσε και αυτός τον ίδιο θρύλο αντλώντας προφανώς απ' τις ίδιες τις... πηγές, ήταν πιο αγνός, πιο θεοφοβούμενος... Αλλά ας αφήσουμε τον ίδιο τον Τριάρχη να περιγράψει το θαύμα, αφού η περιγραφήτου συμπίπτει ακριβώς με τη διήγηση της κυρά Διαμάντως:
Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος Μαριώτης, που ήταν τσομπάνος και που έβοσκε τα κατσίκια του σε μια πλαγιά, λίγο απόμακρα από τον τόπο της σφαγής, είδε θείο όραμα.
Μια μαυροφόρα γυναίκα, με φωτοστέφανο γύρω από τ' αγγελικό πρόσωπό της, τον πρόσταξε να πάει να πει στους προκρίτους των Μαριών να κτίσουν εκκλησία εκεί που θα βρεθεί η χαμένη εικόνα της Παναγούδας. Ταραγμένος ξύπνησε ο βοσκός. Οι κατσίκες του βέλαζαν ανήσυχες. Τριγυρνούσαν ένα θάμνο μυροφόρο και μόλις τον πλησίαζαν απομακρύνονταν τρομαγμένες. Μα πάλι σαν μαγνήτης τους τραβούσε ο θάμνος και ξαναγύριζαν και πάλι έφευγαν. Οδηγούμενος από τη Θεία Πρόνοια, ο απλοϊκός αιγοβοσκός προχώρησε προς τον θάμνο. Ένα μύρο αναδίνονταν που σαν βάλσαμο ημέρωνε τη ψυχή του. Με δέος αντίκρυσε κάτω από τον θάμνο την ιερή εικόνα. Έτρεξε στο χωριό και τα διηγήθηκε όλα... Σε λίγο καιρό η ευλαβική πίστη των κατοίκων των Μαριών έκτισε εκεί ένα πολύ μικρό ξωκκλήσι. Οι Τούρκοι τύραννοι δεν άφησαν να γίνει κανονική εκκλησία όπως ήθελαν οι Χριστιανοί. Σκάβοντας, τινάχτηκε νερό από τη γη. Αγίασμα, που ακόμα και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, τρέχει. Κάθε χρόνο το Δεκαπενταύγουστο πάλι ξαναγίνονταν το πανηγύρι. Πάλιν η χαρά άνθισε στη γη των Μαριών... Κι η Παναγούδα θαυματουργούσε, χαρίζοντας υγεία και γαλήνη σ' εκείνους τους αρρώστους που με πίστη ατράνταχτη προσέρχονταν ικέτες προς Αυτήν...".
Έτσι λοιπόν, λέγει η παράδοση, χτίσθηκε η πρώτη εκκλησία στο χώρο αυτό. Όταν είχα αρχίσει την εργασία μου αυτή, δεν ήξερα καν ότι υπήρχε κάποια αιτία για την ίδρυσή της. Ούτε ότι υπήρχε καταγραμμένος ο θρύλος που περιγράψαμε και ούτε φυσικά είχα συναντήσει τότε τις γυναίκες από τη Σκάλα των Μαριών. Είχα όμως από τότε την πεποίθηση ότι προϋπήρχε εκκλησία στο σημερινό χώρο του μοναστηριού. Και να που οι θρύλοι με δικαίωσαν. Κτίσθηκε λοιπόν τότε το εξωκκλήσι αυτό. Πότε όμως, γιατί και πώς έγινε η σημερινή μεγαλύτερη εκκλησία;
Και πάλι οι παραδόσεις και οι θρύλοι της περιοχής διέσωσαν πολλά στοιχεία. Γνωστό είναι το "θαύμα με τη Χανούμισσα", όπως θα το δούμε σε άλλη ενότητα. Πάντως φαίνεται, ότι οι ευσεβείς Μαριώτες εκμεταλλεύτηκαν τις "δημόσιες" σχέσεις τους με τους Τούρκους της περιοχής τους,
Έτσι κατάφεραν κάποια στιγμή να αποσπάσουν μια άδειά τους και τότε ρίχτηκαν με ενθουσιασμό στη δουλειά. "Έπρεπε, λέει η τοπική παράδοση, να τελειώσει το χτίσιμο της Εκκλησίας μέσα σε τριάντα μέρες από την ώρα που θα έπαιρναν στα χέρια τους το φιρμάνι". Και τα κατάφεραν. Ούτε οι μισές μέρες δε χρειάστηκαν. Μικροί και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, δούλεψαν με όρεξη και ζήλο θεϊκό. Ακριβώς σε δέκα τρεις μέρες, η σημερινή εκκλησία της Παναγούδας ήταν έτοιμη.
Πολλά χρόνια φαίνεται ότι έμεινε το εκκλησάκι της Παναγίας (Παναγούδας) ένα απλό και μεμονωμένο κτίσμα. Ό, τι υπάρχει σήμερα γύρω απ' αυτό, εκτός φυσικά από τα κτίσματατης τελευταίας 20ετίας, είναι κτίσματα μάλλον μεταγενέστερα. Σήμερα χρησιμοποιούνται σαν αποθήκες ή απλοί βοηθητικοί χώροι.
Ο σημερινός ναός χτίσθηκε πράγματι στις αρχές του περασμένου αιώνα. Σε τουρκικό έγγραφο (χοτζέτι) που διασώζεται σήμερα στο Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου Καβάλας και προήλθε από το οικογενειακό αρχείο της μεγάλης θασιακής οικογένειας Φυλαχτάκη, αναγράφονται στα ελληνικά στο πίσω μέρος αυτού κατά λέξη τα εξής: "1813. Απριλίου 23, Χοτζέτι της Εκκλησίας στην παναγία: να γίνει: στου αχλάδι: μάκρος: πίχις-22: φάρδος. πίχες-10, ψίλος. πίχες έξι, πόρτες-2 με του χαγιάτι μαζί... τα παραθίρια ". Ασφαλώς ήταν η περίληψη της άδειας της τουρκικής διοικήσεως και αναφερόταν στην Εκκλησία της Παναγούδας. Το ερώτημα όμως που παρέμεινε μέχρι προ ολίγου ήταν αν η εκκλησία πράγματι κτίσθηκε στο σημείο αυτό για πρώτη φορά, ή αν τότε (1813) ξανακτίσθηκε. Κανείς δεν ήταν σε θέση να μας διαφωτίσει. Οι περισσότεροι πάντως από τους ερωτηθέντες υποστήριζαν ότι πράγματι πρωτοκτίσθηκε το εκκλησάκι το 1813. Έπρεπε λοιπόν να γίνει η μετάφραση του τουρκικού αυτού εγγράφου. Για δύο χρόνια που κράτησε περίπου η εργασία μας αυτή, δε γνωρίζαμε το περιεχόμενό του. Οι αρκετοί περσικοί ιδιωματισμοί που είχε το έγγραφο, όπως μας είπε ο μεταφραστής και κάποιοι άλλοι τεχνικοί λόγοι, έγιναν αφορμή να καθυστερήσει η μετάφραση. Αλλά, επιτέλους, τα Χριστούγεννα του 1989 πήραμε την απάντηση. Η Παναγούδα δεν κτίστηκε το 1813 αλλά τότε επισκευάστηκε. Ήταν λοιπόν κτίσμα πολύ παλαιότερο και χρειάστηκε να επισκευασθεί. Το έγγραφο στο σημείο αυτό είναι σαφές: "... το ποίμνιον της Κοινότητος Μαριών... έχουν ανάγκη να επισκευάσουν την εκκλησίαν των που ευρίσκεται εις την τοποθεσίαν Αχλατζή (Αχλάδι τη λένε σήμερα) εις τον παλαιόν της ρυθμόν... " Ημερομηνία ή άλλη επισήμανση δεν υπάρχει στο έγγραφο εκτός από την τουρκική σφραγίδα στο τέλος του κειμένου αυτού. Ο τίτλος της σφραγίδος δυστυχώς δεν ξεχωρίζει, φαίνεται όμως στο κέντρο αυτής η τουρκική χρονολογία 1213. Αν λοιπόν σ' αυτή προσθέσουμε τη διαφορά από τη γέννηση του Ιησού Χριστού μέχρι την γέννηση του Μωάμεθ, δηλαδή 584 χρόνια, τότε η σφραγίδα κατασκευάσθηκε μετά το 1797 (1213+584). Επομένως και το έγγραφο συντάχτηκε μετά το 1797. Αφού όμως στην άλλη του όψη (σελίδα) έχει, όπως είπαμε, την άδεια επισκευής με χρονολογία 23 Απριλίου 1813, άρα και η πρώτη σελίδα του εγγράφου γράφτηκε το έτος αυτό. Τι γράφει λοιπόν το έγγραφο; "Λόγος συντάξεως του παρόντος τυγχάνει το γεγονός ότι το ποίμνιον της κοινότητος Μαριών, όλοι μαζί απευθύνθησαν εις ημάς και δήλωσαν ότι έχουν ανάγκην να επισκευάσουν την εκκλησίαν των που ευρίσκεται εις την τοποθεσίαν Αχλατζή εις τον παλαιόν της ρυθμόν και επειδή η παραγωγή των κατοίκων του νησιού αποτελείται εξ' ολοκλήρου από ελαιοπαραγωγή ήτις δια την ωρίμανσιν και συγκομιδή απαιτείται η παρέλευσις τριών έως τεσσάρων μηνών τουλάχιστον, αιτούμεθα από τους εξοχοτάτους κυρίους Υπουργούς μας να μας χορηγηθή η εν λόγω άδεια επισκευής συμφώνως προς τον παλαιόν ρυθμόν (στυλ) με δύο θύρας και τρία παράθυρα σύμφωνα με την άδειαν που θα χορηγήσουν οι Υψηλές Αρχές. Δεν θα προσθέσουμε τίποτε από ότι η άδεια επιτρέπει.
Τ. Σ. Ευχαριστούμεν υμάς εκ των προτέρων». Στο έγγραφο εκτός από την προσπάθεια να αποσπασθεί η άδεια επισκευής του εξωκκλησίου, " ανάγκη, όπως γράφει, να επισκευάσουν την εκκλησία τωνεις τον παλαιόν ρυθμόν" και λίγο πιο κάτω: "αιτούμεθα... να μας χορηγηθεί η εν λόγω άδεια επισκευής συμφώνως προς τον παλαιόν ρυθμόν (στυλ)", φαίνεται και η αγωνία και η προσπάθεια να πείσουν τις αρχές να δώσουν άδεια ώστε να γίνει ο ναός και πάλι μεγάλος με τον ίδιο ρυθμό, όπως ο παλαιός. Τι σχέση όμως έχει με την άδεια ηαναφορά του εγγράφου στο ότι... "η παραγωγή των κατοίκων του νησιού αποτελείται εξ' ολοκλήρου από ελαιοπαραγωγή, ήτις διά την ωρίμανσιν και συγκομιδή απαιτείται η παρέλευσιςτριών έως τεσσάρων μηνών τουλάχιστον... ";
Άποψή μας είναι ότι (επιθυμούντες να είναι ο ναός μεγάλος) επικαλούνται Την ελαιοπαραγωγή τους και το μεγάλο χρόνο που χρειάζεται για τη συγκομιδή της, επειδή... είναι ανάγκη να μένουν στην περιοχή πολύ χρόνο και φυσικά πολλοί άνθρωποι, και επομένως να "φιλοξενούνται" μέσα σ' αυτόν κατά τη διάρκεια των δυσμενών καιρικών συνθηκών...
Η εκδοχή του να επικαλούνται την ελαιοπαραγωγή για να αποσπάσουν μεγαλύτερο χρόνο για τις επισκευαστικές εργασίες, δε φαίνεται να είναι πολύ πειστική, τουλάχιστο από τη συγκεκριμένη σύνταξη (μετάφραση) του εγγράφου. Εκτός και αν το έγγραφο συντάχθηκε στις αρχές φθινοπώρου του 1812, οπότε, αν η άδεια δίδονταν μέσα στο χειμώνα, δε θα μπορούσαν να εργασθούν οι τεχνίτες τότε και επομένως θα έχαναν την ευκαιρία, αφού οι άδειες αυτές πάντοτε είχαν συγκεκριμένη ημερομηνία εργασιών.
Δόθηκε λοιπόν η άδεια επισκευής και οι εργασίες άρχισαν αμέσως. Φαίνεται ότι εργάστηκαν με ιδιαίτερο ζήλο οι τεχνίτες και όλοι οι χριστιανοί του χωριού, αφού σε 13 ημέρες τελείωσε "η επισκευή" των τοίχων. Στις 23 Απριλίου είχε δοθεί η άδεια επισκευής από τις τοπικές αρχές και στις 6 Μαίου τελείωσε, τουλάχιστο, το κτίσιμο. Στο κέντρο της νότιας εξωτερικής πλευράς του ναού υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα, διαστάσεων 25x50 εκ., που αναγράφει καθαρά ως χρονολογία ανεγέρσεως (επισκευής) την 6ην Μαίου που συμπίπτει με το περιεχόμενο του παραπάνω τουρκικού εγγράφου, όπως επίσης και αφιέρωση στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η ενθύμηση αυτής της πλάκας έχει ακριβώς ως εξής: "1813 Μαίου στ. ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΦΥΛΑΤΕ ΚΑΙ ΣΚΕΠΕ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΣΟΥ".
Το ότι η "επισκευή" αυτή ήταν ολοκληρωτική και μάλλον εκ βάθρων, φαίνεται αφ' ενός μεν από το ίδιο το έγγραφο το οποίο αναφέρει ότι ο ναός θα είναι όπως ο παλαιός "με δύο θύρας και τρία παράθυρα" (αν η "επισκευή" ήταν μερική δε θα ανέφερε δομικές λεπτομέρειες του κτίσματος), και αψ' ετέρουαπό το γεγονός ότι και άλλη εντοιχισμένη επίσης πλάκα (20x40 εκ.) που υπάρχει στη δυτική πλευρά του ναού, επαναλαμβάνει επίσης την ίδια χρονολογία και ακόμη το όνομα του χτίστου "μάστορα", το οποίο όμως είναι δυσανάγνωστο. Τέλος, αναθηματική πλάκα υπάρχει και άλλη στο νότιο και πάλι τοίχο, στην επάνω αριστερή γωνία αυτού, διαστάσεων 35x20 εκ., στην οποία ανάμεσα σε δύο σταυρούς αναγράφεται η ίδια και πάλι χρονολογία, δηλαδή 1813.
Ο ναός διαστάσεων 16,5x8,5 περίπου μέτρων είναι τρίκλιτος και ρυθμού Βασιλικής. Η στέγη του είναι ξύλινη αμφικλινής (σαμαρωτή) και καλύπτεται από λεπτότατες πέτρινες πλάκες, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλα τα κτίσματα αυτής της περιόδου στη Θάσο. Η οροφή είναι ακάλυπτη. Φαίνονται ελεύθερα τα δοκάρια, οι αντιρίδες, οι ορθοστάτες (μπαμπάδες), οι ελκυστήρες και τα ζευκτά (ψαλίδια) που στηρίζονται επάνω σε ξύλινες κολόνες και φουρούσια (προβόλους).
Το φως στην εκκλησία είναι πολύ λίγο. Τρία μικρά, σιδηρόφρακτα, δίφυλλα παράθυρα διαστάσεων 70x70 εκ, τα δύο στον κυρίως ναό, και 40x60 εκ. το τρίτο στο Αγιο Βήμα, βρίσκονται όλα στο νότιο τοίχο. Ένα άλλο, πολύ μικρότερο, στο κέντροτης κόγχης του Αγίου Βήματος, μόλις που βοηθάει και αυτό στις στοιχειώδεις ανάγκες φωτισμού. Έτσι το λιγοστό αυτό φως δημιουργεί μια πολύ κατανυκτική ατμόσφαιρα. Η ψυχή του ανθρώπου προσκυνητού ευφραίνεται, αισθάνεται έντονα τη μυσταγωγία του θείου και γεμίζει από μια αγιασμένη γλυκύτητα. Σ' αυτό βοηθά εξάλλου, παράλληλα με τη γλυκόφωτη αχλή που σκορπίζουν στο μισοσκόταδο τα κεριά και οι φλογίτσες των καντηλιών και το γεγονός ότι όλοι οι τοίχοι του ναού είναι κατάμεστοι από θαυμάσιες αγιογραφίες Αγίων, Οσίων, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Νεομαρτύρων, ή άλλων θρησκευτικών παραστάσεων και κυρίως από τις περιστάσεις των είκοσι τεσσάρων Οίκων του Ακαθίστου "Υμνου, όπως θα αναφερθούμεσε ξεχωριστή ενότητα. Όλα τα πρόσωπα, σεμνόχρωμα αλλά ιδιαίτερα εκφραστικά, σχεδόν εξαϋλωμένα, είναι καμωμένα από τα ίδια ευλαβικά και ταπεινά χέρια ενός ασφαλώς ικανού αγιογράφου.
Νάρθηκας δεν υπάρχει. Αντ' αυτού υπάρχει πρόπυλο (χαγιάτι) διαστάσεων 9x3 μ. με ξύλινες κολώνες από τις οποίες κρέμονταν μέχρι προ ολίγου το σήμαντρο (τάλαντο) της μονής. Η στοά αυτή (πρόπυλο) σκεπάζεται με μια μονόρικτη ξύλινη επίσης στέγη, καλυμμένη και αυτή με τις ίδιες γκριζογάλανες και χορταριασμένες από το χρόνο πλάκες του κυρίως ναού.
Η ιδέα για τη δημιουργία μονής με κέντρο το ναό αυτό της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου πρωτοχαράκτηκε στη σκέψη του έπειτα ηγουμένου σ' αυτήν, σημερινού Μητροπολίτη Ξάνθης κ. Παντελεήμονα Καλαφάτη, τη Διακαινήσιμο εβδομάδα του 1971, όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκε το νησί και μέ την ευκαιρία αυτή και το εξωκκλήσι τότε της Παναγίας για να προσκυνήσει τη θαυματουργό εικόνα Της. Η ηρεμία της περιοχής, τα καταπράσινα βουνά που το περιέβαλλαν, η ειδυλλιακότητα του περιβάλλοντος και προπαντός η θέληση της Υπεραγίας Θεοτόκου και το σχέδιο του Πανάγαθου Θεού," οδήγησαν τη σκέψη του νεαρού τότε Ιερομονάχου στη μελλοντική ανέγερση της μονής.
Η αρχική αυτή επιθυμία γρήγορα έγινε απόφαση. Έτσι τρία χρόνια αργότερα με την ευλογία του μόλις τότε ενθρονισθέντος (15 Ιουνίου 1974) Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου κ. Προκοπίου, εκδόθηκε το Π.Δ. στο οποίο περιέχεται η ιδρυτική πράξη ανεγέρσεως ανδρώας μονής, η οποία και δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 299 φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως στις 4 Μαρτίου 1976, τ. Α.20
Ήδη από το 1974 είχαν αρχίσει οι πρώτες ανακαινιστικές εργασίες του ναού και η αποπεράτωση του προσωρινού ξενώνα, που βρίσκεται αμέσως δεξιά μόλις μπαίνουμε από την κεντρική είσοδο της μονής. Το κτίριο αυτό χρησιμοποιήθηκε για την προσωρινή στέγαση των τριών υπέργηρων γυναικών μοναχών, οι οποίες ανήκουν στη δύναμη της μονής του Αγίου Παντελεήμονος Θάσου, αλλά είχαν εγκατασταθεί εδώ για την εξυπηρέτηση των αναγκών της μονής της Παναγίας.
Από το φθινόπωρο λοιπόν του 1974, αφού με απόφαση των δύο εκκλησιαστικών συμβουλίων 22 των Μαριών έγινε η παραχώρηση του εξωκκλησίου της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου" και οριοθετήθηκε η έκταση της μονής (7 περίπου στρέματα), άρχισε για την ασφάλειά της η κατασκευή ενός τοιχίου περιμανδρώσεώς της. Το τοιχίο αυτό μήκους 20 περίπου μέτρων και ύψους 2.5 μ. καλύπτει ολόκληρη την ανατολική πλευρά, όπου και η είσοδος της μονής.
Το 1977 μπήκε ο θεμέλιος λίθος ανέγερσης της βόρειας πτέρυγας της μονής. Σε χρόνο ελάχιστο σχεδόν, οι εργασίες προχώρησαν πολύ γρήγορα και το 1981 είχε ήδη ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος, όπως περιλάμβανε το αρχικό σχέδιο αυτής, δηλ. τρία κελλιά και το προσωρινό όμορφο αρχονταρίκι. Το ωραίο προστύλιο, που μπήκε λίγο αργότερα μπροστά από τους χώρους αυτούς, με χρωματισμό καθαρά παραδοσιακό-βυζαντινό, υπογράμμισε το φιλότεχνο πνεύμα του κτήτορα ηγουμένου. Πολύ γρήγορα και μόλις οι οικονομικές προϋποθέσεις το επέτρεψαν, οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν (1985) και έτσι η πτέρυγα αυτή επεξετάθηκε προς τη δυτική πλευρά της.
Καρπός της νέας αυτή οικιστικής δημιουργίας ήταν η ανέγερση ενός θαυμάσιου παρεκκλησίου. Πρόκειται για το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Είναι πραγματικά ένα κόσμημα για τη μονή. Εδώ γίνεται η θεία λειτουργία κάθε Τρίτη και σε κάθε μνήμη του Αγίου. Μελλοντικά θα εξυπηρετούνται εδώ οι λατρευτικές ανάγκες αποκλειστικά και μόνον των πατέρων της μονής.
Οι οικοδομικές όμως εργασίες, δεν τελείωσαν εδώ. Στο χώρο που βρίσκεται αμέσως μετά τη κεντρική είσοδο της μονής και αριστερά αυτής, από τις αρχές Οκτωβρίου 1988, άρχισε η ανέγερση ενός διόροφου κτιρίου, στον πάνω όροφο του οποίου στεγάζεται μια αίθουσα παραμονής των επισκεπτών (αρχονταρίκι), ενώ στον κάτω, άλλοι βοηθητικοί χώροι. Ήδη σήμερα, το αρχονταρίκι αυτό έχει ήδη αποπερατωθεί και έχουν τελειώσει όλες οι διακοσμητικές εργασίες. Ετσι σήμερα το μοναστήρι θα μπορεί να φιλοξενεί, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ημέρας, αρκετούς επισκέπτες.
Έτσι λοιπόν το μικρό, απλό και ταπεινό εκκλησάκι της Παναγούδας των Μαριών, ουσιαστικά "ζωντανό" μόνο κατά το πανηγύρι του 15/Αυγούστου, έγινε ένα ωραιότατο Μοναστήρι, αληθινό στολίδι στην καταπράσινη ομορφιά της Ν.Δ Θάσου.
Δεν είναι συνηθισμένη η αγιογράφηση (ιστόρηση) των ναών την εποχή αυτή εκτός του Αγίου Όρους. 'Ισως η σπανιότητα δοκίμων καλλιτεχνών, ίσως το μεγάλο κόστος που απαιτούσε μια ολική κάλυψη των τοίχων του ναού με αγιογραφίες, ίσως τέλος άλλοι λόγοι, πάντως ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης κατά το 19ο αιώνα δεν έχουμε πολύ συχνά τοιχογραφίες.
Αντίθετα σε ορισμένα χωριά μπορούμε να βρούμε αγιογραφημένους ναούς. Τοπικοί καλλιτέχνες, άγνωστοι στην ευρύτερη περιφέρεια, συνήθως αυτοδίδακτοι ή μαθητές άλλων λαϊκών ζωγράφων, πάντως με ιδιαίτερη φλόγα στην ψυχή και, μερικές φορές, με ικανότητες όχι τυχαίες, αναλάμβαναν το μεγάλο αυτό πράγματι και ξεχωριστά ιερό έργο. Η έμπνευσή τους, η χρωματική ευαισθησία τους, η δεξιοτεχνία τους, πολλές φορές ανέδειξε πραγματικά αριστουργήματα.
Το θαυμαστό δε ακόμη είναι, ότι σπάνια θα συναντήσουμε καλλιτεχνικές "αυθαιρεσίες". Όλοι οι αγιογράφοι επώνυμοι ή ανώνυμοι, κληρικοί και λαϊκοί, εμπνεόμενοι πάντοτε από τη θεολογική, συμβολική σωτηριολογική προοπτική του χριστιανικού ναού, αλλά και από τον παιδαγωγικό και λειτουργικό χαρακτήρα του, ακολουθούν με ευλάβεια την ορθόδοξη παράδοση και υποτάσσουν "τη των δογμάτων όρθότητι τά των χρωμάτων άνθη". Κανενός δεν του διαφεύγει ότι οι πολύχρωμες αυτές εικόνες, φορητές ή τοιχογραφημένες, είναι αρχέτυπαμορφών υπερβατικών και ότι εικονίζουν όχι τόσο την όψη την εξωτερική, όσο αποκαλύψεις και οράματα του κόσμου των Αγίων.
Αυτός ο υπερβατικός χαρακτήρας ενδιαφέρει πάντοτε τον αγιογράφο. Ο ιδεολογισμός ή άλλοτε ο ρεαλισμός, κατά την κρίση του, παραχωρούν τη θέση τους στη νοηματική θεώρηση κάθε καλλιτεχνικής απεικόνισης που κρύβεται κάτω από τη μορφή και το χρώμα και περιβάλλεται με το στεφάνι του μαρτυρίου και της δόξας. Εντάσσοντας την καλλιτεχνική του δεξιοτεχνία κάτω από τους αυστηρούς κανόνες της εκκλησιαστικής παράδοσης και συμπτύσσοντας την ιστορία, είναι πολύ εύκολο να ανατρέπει τους κανόνες της κοσμικής ζωγραφικής, να καταργεί πολλές φορές την προοπτική και να αλλοιώνει το μέγεθος και τις αναλογίες των σωμάτων και των κτισμάτων.
Έτσι και ο αγιογράφος των τοιχογραφιών του κατάγραφου Καθολικού της ιεράς Μονής της Παναγίας, όπου κατά πάσα πιθανότητα είναι ο ίδιος που αγιογράφησε και τις άλλες εκκλησίες της Θάσου αυτής της περιόδου (19ος αιώνας), απ'αυτά ασφαλώς τα ιδεώδη ήταν γεμάτος.
Χώρισε πρώτα-πρώτα τις επιφάνειες όλων των τοίχων του ναού σε δύο βασικές ζώνες ή διαζώματα. Στο επάνω διάζωμα κατά κύριο λόγο εικονίζονται παραστάσεις από τη ζωή της Θεοτόκου, που ακολουθούν τη σειρά των γεγονότων που εξιστορούνται υμνητικώς στους οίκους του Ακαθίστου Ύμνου.
Παρεπιπτόντως, και μόνον για καθαρά τεχνικούς λόγους (ύπαρξη παραθύρων κ.ά.), υπάρχουν μερικές μόνον παραστάσεις και μορφές αγίων που είναι εκτός του παραπάνω κύκλου των Οίκων του Ακαθίστου, όπως είναι οι εικόνες του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος μέσα στο 'Αγιο Βήμα και οι εικόνες του Αγίου Ιακώβου, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου και του Αγίου Ιωαννικίου στον κυρίως ναό, όπως και του Αγίου Ιλαρίωνος, ολόσωμη (σε φυσικό μέγεθος) και μερικές ακόμη που βρίσκονται όλες στο επάνω διάζωμα του νότιου τοίχου. Εξαίρεση επίσης προς τον κύκλο αυτό, του Ακαθίστου, σχετική όμως πάντοτε με το πρόσωπο της Παναγίας, αποτελεί η μεγαλειώδης παράσταση της "Κοιμήσεως της Θεοτόκου" που δεσπόζει στη δυτική πλευρά του ναού, καταλαμβάνοντας το μισό ακριβώς της επιφάνειας του τοίχου αυτού και η εικόνα της Παναγίας μας και πάλι, ακριβώς απέναντι, στην κόγχη του Αγίου Βήματος, που κρατά στην αγκαλιά της τον Ιησού Χριστό ως βρέφος με τη γνωστή προσωνυμία "Πλατυτέρα των Ουρανών".
Όλα τα χρώματα (είδος νερομπογιάς) που χρησιμοποίησε ο άγνωστος και εδώ αγιογράφος, όπως και των άλλων εκλησιών της Θάσου αυτής της περιόδου, είναι ιδιαίτερα έντονα, με επικρατέστερα το κόκκινο και το ανοιχτό μπλέ (σιέλ). Ο συγκερασμός των χρωμάτων είναι ιδιαίτερα επιτυχημένος και σοφός. Η χρωματική μεταλλαγή είναι πραγματικά υπέροχη και ανεπαίσθητη, όταν χρειάζεται, ή και εντονότερη, όταν είναι ανάγκη να αποδοθεί μια καμπυλότητα στο σχήμα, είτε γενικά για να πετύχει κάποια πτύχωση ή προοπτική.
Οι σοφοί συνδυασμοί και η εκμετάλλευση όλων των χρωμάτων, όπως του ανοιχτού πράσινου, του κίτρινου, του μαύρου και του γαλάζιου με όλες τις αποχρώσεις του, ή κυρίως του κόκκινου, με όλες τις διαβαθμίσεις από το βαθύ (βισσυνί) ως το ασπροκόκκινο, είναι χαραστηριστικά γνωρίσματα της τέχνης της εποχής αυτής.
Κενοί ενδιάμεσοι χώροι δεν υπάρχουν καθόλου. Με τα έντονα πλαίσια (κόκκινες ταινίες) γύρω από τις παραστάσεις, που πολλές φορές δεν κρατούνται απόλυτα στην παραλληλία και στην ευθυγραμμία, σπάζει η "μονοτονία" της επιφάνειας του τοίχου. Η πολυχρωμία και η πολυπροσωπεία, η "ακινησία" των Αγίων και η μυστηριακή και επιβλητική τους χάρη δημιουργούν μια υπερκόσμια αρμονία.
Ασφαλώς και εδώ ο τεχνίτης-αγιογράφος είναι επηρεασμένος από τη φτασμένη τεχνική της Μακεδονικής Σχολής. Δε διστάζει, όπως γράφει και ο συνάδελφος Κώστας Χιόνης, όταν αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές που αναφέραμε πιο πάνω, να παραχωρεί "τον ιδεαλισμό του στον ρεαλισμό, με τον οποίο υποτάσσει και μετασχηματίζει όλα τα στοιχεία, για να δώσει κοντά στη χάρη και τη ροδαλότητα των προσώπων, και την αίσθηση της υπερβατικής πραγματικότητας. Έτσι ξεφεύγει από τις ασκητικές μορφές των βυζαντινών χρόνων".
Η απόδοση όλων των μορφών πάντως είναι θαυμάσια. Η εκφραστικότητα, η ζωντάνια και η ελευθερία έκφρασης που τις διακρίνει, δείχνει το μέγεθος της αγάπης και του ζήλου με τον οποίο εργάστηκε ο καλλιτέχνης.
Ολόκληρα λοιπόν τα επάνω διαζώματα των δύο παράλληλων τοίχων (βορείου και νοτίου) είναι χωρισμένα αντίστοιχα σε είκοσι ένα πλαίσια (ένδεκα στο βόρειο και δέκα στο νότιο) στα οποία υπάρχουν αντίστοιχες παραστάσεις. Οι εννιά και οκτώ απ'αυτές σε κάθε τοίχο βρίσκονται στον κυρίως ναό και οι εφτά (δύο στο βόρειο, μία στο νότιο και τέσσερις στον ανατολικό) στο Αγιο Βήμα και αναφέρονται στα "μυστήρια" (θαυμαστά γεγονότα), που περιέχονται στους οίκους του Ακαθίστου, με τις οποίες και καλύπτεται η αγιογράφηση του επάνω διαζώματος.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των παραστάσεων είναι η συνεχής παρουσία της μορφής της Παναγίας. Από τις 24 παραστάσεις που αναφέρονται στο θαυμάσιο αυτό ύμνο, η μορφή της Παναγίας μας εικονίζεται στις 16.
Άλλο επίσης κοινό χαρακτηριστικό στις παραστάσεις αυτές είναι ότι, όπου παρίσταται ο Ιησούς Χριστός ως βρέφος, τοποθετείται πάντοτε ακριβώς στο κέντρο της αγκάλης της Θεοτόκου, στο ύψος του στέρνου Της, στο σημείο ακριβώς όπου βρίσκεται η καρδιά Της.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η απαρίθμηση των εικόνων (παραστάσεων) αυτών, όπως κqι του κάτω διαζώματος όλων των τοίχων, δεν έχει την έννοια της λεπτομερούς περιγραφής, αλλά μόνο της αναφοράς και της απλής καταγραφής αυτών.
Η πρώτη λοιπόν παράσταση με την οποία αρχίζει η απεικόνιση όλων των γεγονότων-σταθμών της ζωής της Θεοτόκου και η οποία περιέχεται στον πρώτο Οίκο του Ακαθίστου, βρίσκεται στο βόρειο τοίχο μετά το τέμπλο, μέσα δηλαδή στο Άγιο Βήμα. Εικονίζει τον αρχάγγελο Γαβριήλ, όρθιο σε στάση κινητική, ν' απευθύνει τον ευαγγελικό χαιρετισμό στην Υπεραγία Θεοτόκο η οποία κάθεται έκθαμβος και τον ακούει. Στο κέντρο και επάνω από τις μορφές του Αγγέλου και της Θεοτόκου υπάρχει η επιγραφή Άγγελος Πρωτοστάτης" και δίπλα ακριβώς, μπροστά από το στόμα του Αγγέλου η επιγραφή με τη φράση "Χαίρε κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά Σου".
Η δεύτερη παράσταση εικονίζει και πάλι τα αυτά πρόσωπα, του Αγγέλου και της "ταραγμένης" και απορούσης Παναγίας, με τις επιγραφές "Βλέπουσα η Αγία" και κάτω από αυτή, τη φράση του Αγγέλου "ΜΗ ΦΟΒΟΥ ΜΑΡΙΑΜ".
Αμέσως μετά, στο επάνω πάντα διάζωμα, στον ανατολικό όμως τώρα τοίχο και πάνω από την Πρόθεση, βρίσκονται οι εικόνες-παραστάσεις της Αγίας Συλλήψεως της Παναγίας με τις επιγραφές "Γνώσιν άγνωστον γνώναι" η πρώτη, και "Δύναμις του Υψίστου..." η δεύτερη.
Με το τέλος της δεύτερης αυτής παράστασης του ανατολικού τοίχου αρχίζει η κόγχη του Αγίου Βήματος στην οποία δεσπόζει η "Πλατυτέρα των Ουρανών". Η Παναγία μας εκφραζόμενη ωραιότατα με το διπλό συμβολισμό Της στο γενικότερο δογματικό κύκλο της αγιογράφησης, ως μητέρα δηλαδή Θεοτόκος, που γίνεται η "κλίμαξ δι' ής κατέβει ο θεός", και η "γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανών", παρίσταται εδώ μεγαλοπρεπέστατη-πραγματική βασίλισσα ανάμεσα στους δύο ιστάμενους με σεβασμό αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ, με τα χέρια απλωμένα σε στάση ικεσίας υπέρ όλου του κόσμου προς τον Κύριον των Δυνάμεων, τον οποίον ως "Πλατυτέρα του Σύμπαντος" κρατεί στο κέντρο της αγκάλης Της, όχι ως βρέφος πλέον αλλά ως Εμμανουήλ, ο οποίος ευλογεί (με τα δυό του χέρια). Γύρω από τη μεγαλόπρεπη μορφή Της εικονίζονται μέσα σε στηθάρια οι μεγάλοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, "Άνωθεν οι προφήτες", οι οποίοι μίλησαν γι' αυτή και την εγκωμίασαν αιώνες πριν τη Γέννησή Της. Στ' αριστερά βρίσκονται οι προφήτες Γεδεών, Μωυσής, Ησαίας, Σολομών, και στα δεξιά Της οι προφήτες Δαυίδ, Ααρών, Ιεζεκιήλ και Ζαχαρίας, ενώ στο κέντρο του τόξου πουσχηματίζουν τα στηθάρια δεσπόζει η μορφή του Κυρίου μας.
Δεξιά της κόγχης συνεχίζονται οι παραστάσεις των Οίκων του Ακαθίστου Ύμνου με τις επιγραφές "Έχουσα Θεοδόχον" και "Ήκουσαν οι ποιμένες". Στην πρώτη εικονίζεται η Παναγία μας να συνομιλεί με την Ελισάβετ στην οποία αμέσως "ανέδραμε" μετά τον θείον Ευαγγελισμόν, ενώ δίπλα τους συνομιλούν επίσης οι Ζαχαρίας και Ιωσήφ.
Στη δεύτερη εικονίζεται η κλασσική παράσταση της Γεννήσεως του Κυρίου, με τους Αγγέλους να υπερίπτανται και τους ποιμένες να προσκυνούν. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ίσως από λάθος του καλλιτέχνη, ίσως διότι έτσι εξυπηρετούσε καλλίτερα ο χώρος, δεν τηρήθηκε απόλυτα η σειράτων Οίκων του Ακαθίστου. Προηγείται δηλ. η Γέννηση του Κυρίου και ακολουθεί ο "προβληματισμός" και ο "σκανδαλισμός" του Ιωσήφ, όπως φαίνεται στη μοναδική παράσταση του νότιου τοίχου μέσα στο Άγιο Βήμα. Σ' αυτή λοιπόν φαίνεται η "ταραχή" του Ιωσήφ, ο οποίος ερωτά με αγωνία τη Θεοτόκο για τη σύλληψη του βρέφους και η Παναγία με ταπείνωση κύπτει την κεφαλήν Της, διότι κατά το σχέδιο της Θείας Οικονομίας την αποκάλυψη του Θαύματος έπρεπε να την κάνει στον Ιωσήφ ο ίδιος ο Θεός δια του Αγγέλου Του. Η επιγραφή της εικόνος χαρακτηριστική: "Ζάλην ένδοθεν έχων", (εννοείται ο Ιωσήφ).
Δίπλα σ' αυτή την παράσταση είναι η εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, που αναφέραμε πιο πάνω, με την οποία και ολοκληρώνεται η κάλυψη του επάνω διαζώματος μέσα στο Άγιο Βήμα.
Στον κυρίως ναό οι οκτώ παραστάσεις του νότιου τοίχου αρχίζουν με την πορεία των Τριών "Μάγων" προς το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Στο επάνω μέρος της παράστασης αναγράφονται οι δύο πρώτες λέξεις του ογδόου οίκου του ακαθίστου: "Θεοδρόμον Αστέρα".
Ακολουθεί η προσκύνηση των "Μάγων" (Χαλδαίων). Ως επιγραφή και πάλι η πρώτη φράση του οίκου: Ίδον παίδες Χαλδαίων ...".
Οι "Μάγοι" φεύγουν, στη συνέχεια, γεμάτοι χαρά, επιστρέφοντες "εις την Βαβυλώνα", αφού αποφασίζουν να γίνουν "Κήρυκες Θεοφόροι", όπως αναγράφεται στην επιγραφή της επόμενης παράστασης.
Οι προφητείες όμως "είναι ανάγκη" να πραγματοποιηθούν όλες στο πρόσωπο του Κυρίου μας. Έτσι λοιπόν ο Ηρώδης, αφού οι Μάγοι τον άφησαν "ως ληρώδη", μαίνεται και διατάζει γενική σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ. Ο Ιωσήφ και η Παναγία μας με τον Ιησού στην αγκαλιά Της φεύγουν για την Αίγυπτο. Ως επιγραφή της παραστάσεως και πάλι η αρχή του Οίκου: "Λάμψας εν τη Αιγύπτω..."
Η επόμενη παράσταση, με την οποία τελειώνει και το "ιστορικό" μέρος του Ύμνου, εικονίζει την "Υπαπαντή του Κυρίου". Ο προφήτης Συμεών δέχεται στην αγκάλη του τον Ιησού ως βρέφος, ενώ παρούσα είναι και η προφήτιδα Άννα η οποία έχει ανεπτυγμένο ειλητάριο με τη φράση: "τούτο το βρέφος ουρανόν και γην εστερέωσεν". Ως επιγραφή της παράστασης και πάλι η αρχή του δωδέκατου Οίκου: "Μέλλοντος Συμεώνος...".
Από το 13ο Οίκο του θαυμάσιου αυτού Ύμνου αρχίζει το θεολογικό-δογματικό μέρος αυτού, δηλαδή ό,τι έχει σχέση με την ενανθρώπηση του Κυρίου και τη σωτηρία του κόσμου. Ανάλογες φυσικά είναι και οι παραστάσεις που ακολουθούν.
Ο Ιησούς Χριστός ως Κύριος του ουρανού και της γης βρίσκεται μέσα σε νεφέλες έχοντας προς τα δεξιά Του και κάτω αριστερά, νέφος αγίων στους οποίους δείχνει τη νέα "κτίση". Ανάλογη και η σχετική επιγραφή: "Νέαν έδειξε κτίσιν...".
Η Παναγία μας, ως Θεοτόκος πλέον, έχουσα πάντα στο κέντρο της αγκάλης Της τον Υιό Της και Θεό Ιησού Χριστό, είναι αντικείμενο τιμής και προσκυνήσεως όλου του κόσμου. Στην αμέσως επόμενη λοιπόν παράσταση την τιμούν προσκυνηματικά πλήθος Αγίων (άνδρες και γυναίκες), η επιγραφή δεαναγράφει: "Ξένον τόκον ιδόντες".
Η ενανθρώπηση του Κυρίου είναι από τα μεγαλύτερα και θαυμαστότερα μυστήρια της Πίστης μας. Ενώ όμως με την ενανθρώπησή Του γίνεται τέλειος άνθρωπος, ούτε προς στιγμή δεν έπαψε να είναι τέλειος Θεός. Στην τελευταία λοιπόν παράσταση του επάνω διαζώματος του νοτίου τοίχου, αυτό ακριβώς εικονίζεται. Ενώ δηλαδή με τα άχραντα πόδια Του στηρίζεται στη γη, ανάμεσα σε Αγίους και Οσίους, ταυτόχρονα καλύπτεται από νεφέλες, ως δείγμα της Θεότητάς Του. Σχετική είναι και η επιγραφή: Όλος ην εν τοις κάτω... ", (και των άνω ουδόλως απήν...).
Ακολουθούν οι μορφές του Αγίου Ιωανικείου και του Αγίου Ιλαρίωνος με τις οποίες καλύπτεται ολόκληρη η επιφάνεια του επάνω διαζώματος και αμέσως αρχίζει το αντίστοιχο διάζωμα του δυτικού τοίχου, το οποίο καλύπτεται ολόκληρο από τρεις μόνο παραστάσεις. Είναι και οι τρεις θεομητορικές. Η μία στο κέντρο του τοίχου, η οποία είναι και η μεγαλύτερη, αφορά τη μεγαλειώδη παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το θεοδόχο σώμα της Παναγίας μας, σε φυσικές διαστάσεις, βρίσκεται στο κρεβάτι "κεκοιμημένο". Οι Άγιοι Απόστολοι που με τρόπο θαυματουργικό "συναθροίσθηκαν εκ περάτων", εικονίζονται θλιμένοι. Ο Άγιος Πέτρος κρατεί θυμιατό, ενώ από την άλλη ακριβώς πλευρά ο Απόστολος Παύλος φαίνεται να θρηνεί. Επάνω από το πανάχραντο και ζωαρχικό σώμα της Θεοτόκου, στο κέντρο ακριβώς της εικόνος, βρίσκεται ο Κύριος ανάμεσα σε δύο αγγέλους έχοντας στην αγκάλη Του την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του που εικονίζεται ως εσπαργανωμένο βρέφος. Κάτω ακριβώς από το κρεβάτι της Θεοτόκου εικονίζεται άγγελος Κυρίου με γυμνό το ξίφος του με το οποίο μόλις έκοψε τα χέρια του άπιστου εκείνου Εβραίου Ιεφωνίου, ο οποίος "φθόνω κινηθείς και αυθαδώς επί την κλίνην τας χείρας απλώσας, έλαβεν αμέσως της αυθαδείας αυτού τα επίχειρα.
Οι άλλες δύο παραστάσεις που βρίσκονται αντίστοιχα δεξιά και αριστερά της Κοιμήσεως αφορούν δύο άλλα μεγάλα γεγονότα-σταθμούς στη ζωή της Αειπαρθένου. Η πρώτη αφορά τη "Γέννηση" και η δεύτερη τα 'Έισόδιά" Της. Επιβλητικές και οι δύο και απόλυτα εκφραστικές. Τα εικονιζόμενα πρόσωπα εκφραστικότατα "μιλούν" και στις δύο παραστάσεις. Στην πρώτη υπάρχει η επιγραφή "Ή γέννησις της Θεοτόκου" και στην άλλη "Ή εν τω Ναώ Είσοδος της Θεοτόκου".
Με την αρχή του επάνω διαζώματος του βόρειου τοίχου συνεχίζεται ο Ακάθιστος Ύμνος. Στην πρώτη παράσταση της πλευράς αυτής εικονίζεται η μορφή του Κυρίου μας σε παιδική ηλικία. "Πάσα φύσις αγγέλων", όπως αναγράφεται στο επάνω μέρος αυτής, πραγματικά "Κατεπλάγη ορώσα το της ενανθρωπήσεως έργον". Και αυτό ακριβώς εικονίζει η παράσταση, το θαυμασμό δηλαδή και την έκπληξη των αγγέλων. Πάνω από την εικόνα του Ιησού που εικονίζεται με φτερά μέσα σ'ένα τεράστιο αστέρι υπάρχει η φράση: "Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ".
Και πάλι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως στην επόμενη παράσταση. Δε το χωράει ο νους του ανθρώπου πως μπορεί να συμβαίνουν τέτοια και τόσα μυστήρια. Πολύφθογγοι ρήτορες, διδάσκαλοι και σοφοί παρουσιάζονται "περισσότερο άφωνοι και από τους ιχθείς" βλέποντες το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Αυτό εικονίζει και πάλι η παράσταση με την εικόνα της Παναγίας έχουσα τον Ιησού Χριστό ως βρέφος στο κέντρο της αγκάλης Της, με το νέφος των Αγίων δεξιά και αριστερά Της, που κατά πάσα πιθανότητα είναι άνθρωποι των γραμμάτων-σoφoί αν κρίνει κανείς από την ιδιαίτερη εμφάνισή τους αλλά και την επιγραφή της εικόνος: "ΡΗΤΟΡΑΣ ΠΟΛΥΦΘΟΓΓΟΥ ... ".
Ολόσωμος ο Κύριος στην άλλη παράσταση, με την επιγραφή "Σώσαι θέλων τον Κόσμον", ευλογεί όλους όσους Τον αγάπησαν πολύ και βρίσκονται σήμερα κοντά Του στους ουρανούς.
Και ακολουθεί η άλλη παράσταση. Ο λόγος και πάλι για την Αειπάρθενο. Η απύθμενη συγκατάβαση του Κυρίου να φιλοξενηθεί ως άνθρωπος στα σπλάχνα της Παναγίας, την έκανε "Τείχος των Παρθένων", φρούριο και κάστρο καταφυγής σε όποιον ή σε όποια καταφεύγει κοντά Της. Αυτό εικονίζει και γράφει η συνεχόμενη παράσταση που εικονίζει και πάλι τη βρεφοκρατούσα ( πάνω στην καρδιά Της) μητέρα του Κυρίου να ευλογεί και να προστατεύει τις Παρθένους που βρίσκονται δεξιά και αριστερά Της.
Ό,τι κανείς και να προσφέρει στον Πανάγαθο πλουσιοπάροχο Δωροδότη μας είναι ελάχιστο μπροστά στο "Πλήθος των πολλών οικτιρμών" Του. Γι' αυτό και "Ύμνος άπας ηττάται", γράφει η επιγραφή της επόμενης παράστασης που εικονίζει πλήθος κληρικών να προσφέρουν την αναίμακτο θυσία στο Θεό.
Ολόσωμη σα λαμπάδα εικονίζεται η Παναγία μας και στην επόμενη παράσταση, έχουσα και πάλι στο κέντρο της αγκάλης Της τον Ιησού Χριστό. Δεξιά Της σαν από σκοτεινό σπήλαιο προβάλλουν χιλιάδες άνθρωποι, όλη η ανθρωπότητα, πελαγοδρομούσα μέσα στο πέλαγος της αμαρτίας. Έχουν ανάγκη από φως για να πορευθούν και αυτό το αντλούν από την Παναγία μας, την "Φωτοδόχον λαμπάδα" όπως επιγράφεται στην παράσταση.
Το ανθρώπινο γένος μετά την παράβαση των πρωτοπλάστων περιέπεσε στην αμαρτία. Κανείς πλέον δε μπορεί να του δώσει τη λύτρωση εκτός από Αυτόν που έχει "Εξουσία του αφιέναι τας αμαρτίας". Αυτό εικονίζει η άλλη παράσταση με τον Κύριο των πάντων ολόσωμο να περιβάλλεται από πλήθη κόσμου, οι οποίοι γονατιστοί Τον υμνούν, Τον ικετεύουν και Τον δοξάζουν. Οι επιγραφές της παραστάσεως είναι πάλι σχετικές: "Χάριν δούναι θελήσας..." γράφει στο επάνω μέρος της εικόνος, κάτω δε από τα πόδια του Ιησού, το τέλος της φράσης του εικοστού δευτέρου Οίκου: "Και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων αλληλούια".
Και ακολουθεί η προτελευταία εικονογραφημένη παράσταση του Ακαθίστου Ύμνου που είναι αφιερωμένη και αυτή στο πρόσωπο της Παναγίας μας. Πλήθος ανθρώπων έχοντας στο κέντρο τη μητέρα του Θεού, ψάλλουν και την υμνούν "ως έμψυχον Ναόν", ενώ η Θεοτόκος έχει και πάλι στο κέντρο της αγκάλη Της τον Ιησού. Στο επάνω μέρος της παράστασης σημειώνεται η φράση: "ψάλλοντές σου τον τόκον...".
Και τέλος η τελευταία προ του τέμπλου παράσταση του βόρειου τοίχου, ως κατακλείδα του Ακαθίστου Ύμνου με την οποία και καλύπτεται όλη η αγιογράφηση του επάνω διαζώματος του ναού: Η Υπεραγία Θεοτόκος εικονίζεται εδώ σε μικρόσωμη εμφάνιση στο κέντρο της παραστάσεως, έχουσα και πάλι τον Κύριο στο κέντρο της αγκάλης Της, ενώ την περιβάλλει πλήθος Αγίων οι οποίοι και πάλι την υμνούν και ψάλλουν το "Ω Πανύμνητε Μήτερ...".
Η εικονογράφηση του κάτω διαζώματος έχει άλλο χαρακτήρα. Δεν περιλαμβάνει ένα μόνο θέμα. Εικονίζει δεκάδες Αγίους, Οσίους και Νεομάρτυρες, άνδρες και γυναίκες, σε μια διάταξη όχι τυχαία αλλά με βάση κάποια ιστορική αρχή που έχει σχέση ή με τον τρόπο του θανάτου τους (νεομάρτυρες), ή με την εργασία-λειτούργημα που ασκούσαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους (κληρικοί, μοναχοί, δάσκαλοι, στρατιωτικοί κλπ.). Όλοι εικονίζονται κοντά μας, γύρω μας, στο ύψος περίπου του δικού μας σώματος, σάρκες απότις σάρκες μας, όμοιοι με μας, ώστε να είναι χειροπιαστά πρότυπα και παραδείγματα που μπορούμε κάλλιστα να φθάσουμε και να ομοιάσουμε. Όλοι τους κρατούν στο ένα χέρι τους το Σταυρό του Κυρίου μας, όπως αναφέρει σχετικά και ο ιερός υμνογράφος στο γνωστό απολυτίκιο "Εν σοι Πάτερ ακριβώς, διεσώθη το κατ' εικόνα, λαβών γαρ τον Σταυρόν ηκολούθησας τον Χριστόν...").
Και πρώτο το αγαπημένο "Ραφτόπουλο" της Θάσου, ο Νεομάρτυράς της. Αμέσως μπροστά από το τέμπλο, με την αρχή του νότιου τοίχου, βρίσκεται ολόσωμη και σε φυσικές διαστάσεις η σεμνή μορφή του Ιωάννου του νέου, του "εκ της Θάσου", όπως επιγράφεται. Ο Άγιος κατάγονταν από τις Μαριές. Το 1652 σε ηλικία 14 ετών, εργαζόμενος σε ένα ραφτάδικο της Κωνσταντινουπόλεως συκοφαντήθηκε από ένα Εβραίο και οδηγήθηκε στο Βεζύρη της πόλεως ως υβριστής του Μουσουλμανισμού. Παρ' όλες τις υποσχέσεις και τις απειλές των Τούρκων για να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει Μουσουλμάνος, δε λύγισε και στις 20 Δεκεμβρίου του 1652 οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν.
Δίπλα ακριβώς, στις ίδιες διαστάσεις, βρίσκεται η μορφή, του επίσης πολυαγαπημένου στη Θάσο, αλλά και σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Εικονίζεται όρθιος, χωρίς το γνωστό άλογο, με στολή στρατηλάτου κρατώντας στο ένα χέρι το Σταυρό και στο άλλο τη λόγχη του.
Στο παράθυρο που ακολουθεί εικονίζονται στα τοιχώματά του οι ιατροί άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, ενώ στο κέντρο της αψίδος που σχηματίζεται, παρίσταται ο IC-XC ευλογών με τα δυό Του χέρια.
Πάνω από το παράθυρο αυτό εικονίζεται ο πατριάρχης Ιακώβ και αμέσως μετά ακολουθούν οι μορφές άλλων επτά αγίων που εικονίζονται όχι ολόσωμοι αλλά σε μπούστο (μόνον η προτομή τους). Είναι οι άγιοι Θεόδωρος ο Τύρων, Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, Νικήτας, Αρτέμιος, Παντελεήμων, Προκόπιος και Τρύφων (με το κλαδευτήρι στο ένα χέρι).
Μεσολαβεί η είσοδος του ναού, αυτή του νότιου τοίχου που ουσιαστικά είναι και η κύρια είσοδος αυτού, αφού η άλλη του δυτικού τοίχου και μικρότερη σε ύψος είναι και, σήμερα τουλάχιστον, μένει πάντα κλειστή.
Ακολουθούν και πάλι ολόσωμες, σε φυσικές διαστάσεις, οι μορφές των μεγάλων πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου που στα χέρια τους κρατούν ένα ναό, την Εκκλησία του Χριστού, ενώ ο Απόστολος Παύλος με το άλλο χέρι κρατά ένα σπαθί. Για τον ελλαδικό, κυρίως, αλλά και γενικότερα για το χριστιανικό κόσμο οι δύο αυτοί πανεύφημοι και θεομακάριστοι Απόστολοι είναι οι μεγάλοι ευαγγελιστές της Εκκλησίας του Χριστού. Χάρις στους δικούς τους αιματηρούς αγώνες και στη δική τους θυσία μεταφυτεύτηκε και στερεώθηκε η νέα θρησκεία, η Εκκλησία μας και γι' αυτό από τα πρώτα κιόλας παλαιοχριστιανικά χρόνια οι αγιογραφικοί χρωστήρες τους θέλουν πάντα σχεδόν μαζί και πολυάριθμοι ναοί είναι αφιερωμένοι στη μνήμη τους.
Στο ίδιο πάντα μέγεθος ακολουθούν οι μορφές τριών ηρωίδων της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για τις μάρτυρες Αικατερίνη, Βαρβάρα και Παρασκευή, που και αυτών τα ονόματα είναι πολύ οικεία και αγαπητά στη Θάσο, όπως και σ' ολόκληρη την Ελλάδα.
Μέσα στο μικρό παράθυρο που ακολουθεί και που "κόβει" προς στιγμήν την επίπεδη αγιογράφηση του νότιου τοίχου, βρίσκονται, στα τοιχώματα αυτού, οι μορφές του Αγίου Ανδρονίκου και του Αγίου Χαρίτωνος, ενώ στο κέντρο της αψίδος που σχηματίζεται πάνω απ' το άνοιγμα του παραθύρου σημειώνεται μέσα σε περιγεγραμμένο κύκλο το σχήμα του σταυρού, στα ενδιάμεσα των κεραιών του οποίου υπάρχουντα συντομογράμματα IC,XC,IH (ΝΙ), ΚΑ.
Αμέσως μετά, κάτω απ' το παράθυρο αυτό, ακολουθούν, ολόσωμες και πάλι, αλλά πολύ μικροτέρων διαστάσεων από το φυσικό μέγεθος, οι χαριτωμένες μορφές δύο ακόμα αγίων γυναικών, της Αγίας Ισαποστόλου Φωτεινής και της Αγίας πρωτομάρτυρος Θέκλας, ενώ επάνω απ' το παράθυρο είναι ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Τέλος, ακριβώς στο άκρο του νότιου τοίχου, προς τη δυτική πλευρά αυτού, δεσπόζει σε φυσική και πάλι διάσταση, η μορφή της πολύ γνωστής και αγαπητής αγίας, της μάρτυρος Μαρίνας, που σε νεαρότατη ηλικία έδωσε το αίμα της για το Νυμφίο Ιησού περιφρονώντας τους πολλούς επίγειους και εφήμερους νυμφίους.
Η εικονογράφηση του κάτω διαζώματος του δυτικού τοίχου αρχίζει με τις σημαντικές για τη Θάσο μορφές των Αγίων Αθανασίου "του εν τω Άθω", του οσίου Λουκά "της Θάσου", και του Αγίου Ευθυμίου επίσης "της Θάσου".
Ακολουθεί η "Σύναξις των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ". Πρόκειται και πάλι για παράσταση με μορφές ολόσωμες σε φυσικές διαστάσεις, που έχουν ανάμεσά τους τον Κύριο των πάντων, τον Ιησού Χριστό, ενώ πάνω από τον Κύριο υπάρχει και τρίτος ανώνυμος Άγγελος, πολύ μικροτέρων διαστάσεων.
Στο σημείο αυτό οι αγιογραφίες "κόβονται" από το άνοιγμα της δυτικής εισόδου του ναού. Ακριβώς επάνω από την είσοδο αυτή εικονίζεται η μορφή του Κυρίου με τη γνωστή παραβολική παράσταση του Άναπεσώντος". Επάνω από το ανακεκλιμμένο σώμα Του υπάρχουν τα συντομογραφικά ICXC και κάτω από αυτά η ανορθόγραφη επιγραφή 'ΆΝΑΠΕΣΟΝ ΚΕΚΥΜΗΤΕ ΟΣ ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΓΕΡΕΙ ΑΥΤΟΝ".
Ακολουθούν οι μορφές του Αγίου Κων/νου και της Αγίας Ελένης. Ανάμεσά τους έχουν ένα υπερμεγέθη Σταυρό τον οποίο κρατούν με το ένα χέρι τους, ενώ με το άλλο κρατούν αντίστοιχα σκήπτρο ο Άγιος Αυτοκράτορας και κλάδο φοινίκης η αγία μητέρα του.
Και οι αγιογραφικές παραστάσεις του δυτικού τοίχου τελειώνουν με τις ολόσωμες πάντα και ασκητικότατες μορφές του Αγίου Ζωσιμά και της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, ενώ δίπλα ακριβώς είναι η εικόνα του Αγίου Ονουφρίου με την τεράστια γενιάδα. Ο αγιογράφος με ιδιαίτερη προσοχή απεικόνισε αυτές τις αγιασμένες μορφές της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα τη θαυμαστή και εξαϋλωμένη μορφή της ηρωίδας της ερήμου Οσίας Μαρίας, σκορπώντας πραγματικό δέος σ' όποιον την αντικρύζει. Το κάτω διάζωμα του βόρειου τοίχου αρχίζει, από δυτικά προς τα ανατολικά με τη μορφή του Αγίου Μακαρίου. Και εδώ ολόσωμοι όλοι οι Άγιοι, σε φυσικό πάντα μέγεθος, εντυπωσιάζουν για τη ζωντάνια των χρωμάτων και την εκφραστικότητα των χαρακτηριστικών τους.
Μετά τον Άγιο Μακάριο ακολουθούν οι άλλες μεγάλες ασκητικές μορφές των οσίων Θεοδοσίου, Σάββα, Ευθυμίου και Αντωνίου του Μεγάλου. Όλοι τους εκτός από τον Αγιο Αντώνιο φέρουν στους ώμους τους τη χαρακτηριστική αγιασμένη στολή του μοναχικού σχήματος με μικρά σταυρουδάκια στο ύψος των ώμων. Με το δεξί τους χέρι κρατούν σταυρό και κομποσκοίνι, ενώ με το αριστερό ειλητάρια με αποσπάσματα στίχων από προσωπικά ή άλλα αγιοπατερικά κείμενα.
Αμέσως μετά ακολουθούν οι εικόνες των Αγίων Ιακώβου του Πέρση, του Σεβαστιανού, του Λογγίνου του Εκατοντάρχου και η χαρακτηριστική μορφή του Αγίου Χριστοφόρου.
Ακολουθούν οι μορφές των στρατιωτικών, όπως λέγονται, αγίων, με πρώτη την εικόνα ενός αγίου ο οποίος κρατάει στο αριστερό του χέρι ένα τεράστιο βέλος. Το όνομά του δε σώζεται σήμερα ολόκληρο. Υπάρχει όμως η κατάληξη αυτού ΟΤΟΡΟΣ. Αμέσως μετά εικονίζονται οι άλλοι γνωστοί στρατιωτικοί Άγιοι, Ευστάθιος και Αναστάσιος ο Πέρσης, και τέλος ο Άγιος Μηνάς.
Ακολουθεί μία "ξένη" προς το χώρο παράσταση. Γνωστή σε μοναστηριακούς χώρους και κυρίως στους νάρθηκες των καθολικών και στις τράπεζες αυτών, σπάνια όμως στους ναούς των ενοριών και ιδιαίτερα στα εξωκκλήσια αυτών, όπως ήταν ο ναός της Παναγούδας. Η παράσταση εικονίζει τον αρχάγγελο Μιχαήλ να τιμωρεί τον πλεονέκτη πλούσιο, έχοντας στο χέρι του ξίφος γυμνό. Η επιγραφή που υπάρχει στο πάνω μέρος της εικόνος, είναι απόλυτα κατατοπιστική: "Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΠΕΔΕΥΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ".
Στη συνέχεια, πριν φθάσουμε στη μορφή του Αγίου Δημητρίου, με την εικόνα του οποίου κλείνει όλος ο "κύκλος" της αγιοκατάταξης του κυρίως ναού και η οποία βρίσκεται απέναντι ακριβώς από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου που εικονίζεται στην αρχή του νότιου τοίχου, όπως περιγράψαμε σε άλλο σημείο, ο τοίχος "κόβεται" και πάλι από ένα άνοιγμα-είσοδο, που οδηγεί στο γνωστό αγίασμα του ναού.
Πρόκειται για μια πολύ παλιά πηγή που έχει την αρχή της τουλάχιστον πολύ πριν από την κατασκευή του σημερινού ναού, αφού κατ' αυτήν ενσωματώθηκε σ' αυτόν. Η πηγή έχει σχήμα κύκλου και η διάμετρός της είναι περίπου ένα μέτρο. Η ανάβλυση του νερού είναι πολύ μικρή. Η υπερχείλησή του διοχετεύεται διά μέσου ενός ανοιχτού φρεατίου και στη συνέχεια δι' ενός υπογείου αγωγού, που κόβει σχεδόν κάθετα το ναό, έξω από αυτόν, και καταλήγει σε μια λιθοκατασκευασμένη απέριττη βρύση που βρίσκεται στο επίπεδο του κάτω αύλειου χώρου (πρασιάς) της μονής και απ΄ εκεί στον κήπο.
Η πηγή σκεπάζεται από μια ευρύχωρη θολωτή επιφάνεια η οποία καλύπτεται με την αγιογραφική παράσταση της "Ζωοδόχου Πηγής". Εδώ δεσπόζει και πάλι η μορφή της Παναγίας μας που κρατάει στο κέντρο της αγκάλης Της το Χριστό, ενώ αριστερά αυτής εικονίζεται η μορφή του Αγίου αρχαγγέλου Γαβριήλ τη στιγμή που δίνει την εντολή-παρότρυνση "πίεσθε εκ των Ιδάτων".
Η αγιογράφηση του κάτω διαζώματος όπως και του επάνω, συνεχίζεται και μέσα στο Άγιο Βήμα, αμέσως μετά το τέμπλο.
Πρώτη από το βόρειο πάντα τοίχο είναι η ολόσωμη, αλλά φθαρμένη από την υγρασία, μορφή του Αγίου Πέτρου, του Επισκόπου Αλεξανδρείας, ο οποίος εκφράζει με απορία και παράπονο το ερώτημα προς τον Κύριο: "Κύριε πιός εξέσχυσε τον χιτώνα;". Η φθορά της εικόνος δεν είναι, ευτυχώς, πάρα πολύ μεγάλη. Η υγρασία επηρέασε μόνο τα πόδια του εικονιζόμενου αγίου, ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι σε καλή κατάσταση.
Αμέσως μετά ακολουθεί η μορφή του Αγίου Διακόνου Πρόχωρου, που βρίσκεται μέσα σε κύλωμα που σχηματίζεται στον τοίχο. Στο κάτω μέρος αυτής δίδεται η απάντηση από τον ίδιο τον Κύριο στο παραπάνω ερώτημα του Αγίου Πέτρου, με τη φράση "Ο Άρειος με εξέσχισε...".
Και η αγιογράφηση του βόρειου τοίχου τελειώνει με τη μορφή και πάλι του Κυρίου μας, ο οποίος όμως εδώ εικονίζεται σε παιδική ηλικία, φορώντας χιτώνα μέχρι τα γόνατά Του.
Ο ανατολικός τοίχος αρχίζει με την εικόνα του Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Δίπλα βρίσκεται το άνοιγμα-κόγχη της Αγίας Πρόθεσης και φυσικά η εικόνα εδώ του Αγίου Στεφάνου βρίσκεται στην πιο επίκαιρη θέση.
Ολόκληρη η Πρόθεση καλύπτεται από την Παναγία μορφή του Κυρίου η οποία δεσπόζει σε όλο το πλάτος και το ύψος αυτής σε φυσικό και κάπως μεγαλύτερο ακόμη μέγεθος. Αυτός που εξουσιάζει τα σύμπαντα, έχει τώρα τα χέρια Του εσταυρωμένα στο στήθος Του ως κοινός άνθρωπος, εκφράζοντας απόλυτα την "Άκρα Ταπείνωση".
Δίπλα ακριβώς είναι η εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνος, μετά από την οποία αρχίζει το άνοιγμα της κόγχης του Αγίου Βήματος.
Πρώτη εδώ η μορφή του Αγίου Κυρίλλου, δίπλα η του Αγίου Αθανασίου και αμέσως μετά του Αγίου Χρυσοστόμου. Όλες οι παραστάσεις είναι ολόσωμες σε μέγεθος φυσικό. Οι ιεράρχες φέροντες ανάλαφρα φαιλόνια, στα οποία κυριαρχούν τα χρώματα ερυθρό και λευκό εναλλάξ και κρατούντες ανοιγμένα λειτουργικά ειλητάρια παρουσιάζονται με φυσικότητα και απλότητα σαν να συλλειτουργούν.
Ακολουθεί το μικρό παραθυράκι στο κέντρο ακριβώς της κόγχης, μέσα στα τοιχώματα του οποίου εικονίζονται οι μορφές των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Σεραφείμ και πάνω από αυτό, μέσα σε δισκάριο, ο Ιησούς Χριστός ως βρέφος μελιζόμενο. Η παράσταση ασφαλώς έχει σα βάση τη γνωστή ευχή της θείας λειτουργίας του Αγίου Χρυσοστόμου: "Μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων".
Αμέσως μετά ακολουθούν οι μορφές των Αγίων Βασιλείου, Γρηγορίου και Νικολάου, με τις οποίες καλύπτεται το κύλωμα της κεντρικής κόγχης του Αγίου Βήματος.
Μιλούμε για κύρια κόγχη, γιατί αμέσως μετά και τη μορφή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά που εικονίζεται δεξιά της Κόγχης, υπάρχει και νέο κύλωμα στον τοίχο, που χρησιμεύει ως Πρόθεση της άλλης Αγίας Τραπέζης, αφού ο ναός είναι δισυπόστατος. Εδώ μέσα εικονίζεται και πάλι ο Κύριος ως αμνός προσφερόμενος μέσα σε Αγιοπότηρο, ενώ Άγγελοι πετούν πάνω απ' αυτό.
Όπως στην προηγούμενη Αγία Πρόθεση παρίσταται δίπλα της ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, έτσι και εδώ εικονίζεται ο άλλος Αρχιδιάκονος, ο Εύπλους.
Η Αγία Τράπεζα που ακολουθεί και με την οποία τελειώνει ο ανατολικός τοίχος, είναι απλώς ένα νέο κύλωμα (κάπως μεγαλύτερο), μέσα στον τοίχο και πάλι, στο οποίο κυριαρχεί η μεγαλόπρεπος παρουσία του Κυρίου, ο οποίος ως Αρχιερέας ιερουργεί, κρατώντας και προσφέροντας με το αριστερό Του χέρι το Άγιο Ποτήρια με το αίμα Του, ενώ περιβάλλεται από πλήθος διακόνων και Αγγέλων που βρίσκονται δεξιά και αριστερά Του. Τα ωράρια των διακόνων γράφουν και εδώ, όπως και σε άλλα σημεία που εικονίζονται διάκονοι, το άγιος, άγιος, άγιος.
Οι αγιογραφίες του δυτικού τοίχου, μέσα στο Άγιο Βήμα είναι ελάχιστες αφού και ο χώρος είναι μικρός αλλά και ένα μέρος αυτού καλύπτεται από το παράθυρο που υπάρχει στο σημείο αυτό. Στην επάνω επιφάνεια του παραθύρου εικονίζεται ο Κύριος ευλογώντας ανάμεσα στους Αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό, ενώ στις κάθετες πλευρές αυτού εικονίζονται οι Άγιοι Ελευθέριος και Αβέρκιος.
Τέλος, κάτω ακριβώς από το παράθυρο, είναι οι εικόνες των αγαπημένων Αγίων της υπαίθρου, του Μοδέστου και Χαραλάμπους, με τους οποίους και ολοκληρώνεται όλη η εσωτερική Αγιογράφηση του ναού.
Στο υπόστεγο (νάρθηκα) του ναού που βρίσκεται η είσοδος του νότιου τοίχου, και πάνω ακριβώς απ' αυτή, εικονίζεται μέσα σε περιγεγραμμένο ημικύκλιο και πάλι η μορφή της Παναγίας, κρατούσα στην αριστερή Της αγκάλη τον Ιησού Χριστό, ενώ την περιβάλλουν οι άγιοι άγγελοι.
Δίπλα και αριστερά ακριβώς από την είσοδο αυτή, που ουσιαστικά είναι η μοναδική, λίγο πριν ξεκινήσει η όλη κίνηση για τη μοναστηριοποίηση του Προσκυνήματος, και συγκεκριμένα το 1973, τοπικός καλλιτέχνης, ο γνωστός σ' όλο το νησί Σ. Γαμβρέλης, αγιογράφησε την Κοίμηση και πάλι της Θεοτόκου. Πρόκειται για μια παράσταση 1,50x1,30 μ. στην οποία επάνω γράφει το "MHR (ΜΗΤΗΡ), ΘΕΟΥ" και κάτω στη βάση της τοιχογραφίας την εξής αφιερωματική σημείωση: "Αφιέρωμα Οικογ. Θωμά Παπαδημητρίου του Ιωάννου και της συζύγου αυτού. Καλή προστασίαν εις τα εγγονάκια μου, Θωμάν και Παναγιώτα. Καλληράχη Θάσου 1973.
Αν εξαιρέσουμε τις εικόνες του Τέμπλου, όλες σχεδόν οι άλλες εικόνες του ναού, εκτός από δύο, είναι σύγχρονες χωρίς καμία ιστορική και ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία.
Θα πρέπει να σημειώσουμε και πάλι, ότι, όπως και στην αγιογράφηση των τοίχων, έτσι και εδώ, δε θα κάνουμε πλήρηκαι λεπτομερή περιγραφή των εικόνων αυτών.
Δίπλα λοιπόν στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που βρίσκεται στη γνωστή θέση της, αμέσως δηλ. αριστερά όπως βλέπουμε την Ωραία Πύλη του Αγίου Βήματος και για την οποία θα μιλήσουμε αμέσως μετά, είναι η εικόνα που παριστάνει τη Γέννηση της Θεοτόκου. Η όλη παράσταση καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια της εικόνος σε τρεις ζώνες. Στην επάνω ο άγιος Ιωακείμ προσεύχεται και παρακαλεί το Θεό να τους δώσει παιδί. Στη μεσαία εικονίζεται η Αγία Άννα, εξαπλωμένη ως λεχώ σε κρεβάτι που καλύπτεται με πολυτελές ύφασμα ενώ της προσφέρουν υπηρεσίες τέσσερις νεάνιδες (θεραπαινίδες). Τέλος, στην κάτω ζώνη, μπροστά από το κρεβάτι της χαρούμενης πλέον μητέρας, διότι ελευθερώθηκε από τον 'Όνειδισμό της ατεκνίας", βρίσκεται η Παναγία μας ως βρέφος μέσα σε λίκνο (κούνια) ενώ την παρακολουθούν οι θεραπαινίδες. Η συγκεκριμένη θέση της εικόνος δεν έχει καμία σχέση με την ημερομηνία της κεντρικής πανηγύρεως της μονής (15 Αυγούστου). Η εικόνα έχει πλάτος 35 εκ., και ύψος 75 όπως όλες οι εικόνες του τέμπλου ως προς το ύψος. Κάτω δεξιά διακρίνεται ευκρινώς η χρονολογία κατασκευής της (1830). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδια χρονολογία αναγράφεται μόνο σε μια ακόμη εικόνα, ενώ σε δύο άλλες το έτος 1831. Δε σημειώνεται σε καμία άλλη εικόνα χρονολογία ή άλλο στοιχείο προέλευσής τους. Το γεγονός όμως ότι τουλάχιστον τέσσερις εικόνες του τέμπλου αναγράφουν την ίδια (περίπου) χρονολογία, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι και άλλες εικόνες έχουν τα ίδια μ' αυτές χαρακτηριστικά τεχνοτροπίας και χρωμάτων, αποδεικνύει ότι οι περισσότερες τουλάχιστον εικόνες του τέμπλου αγιογραφήθησαν την εποχή αυτή, δηλ. 17-18 χρόνια μετά τη γνωστή τελευταία ανακατασκευή του ναού.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι δεν έγιναν όλες οι εικόνες από τον ίδιο αγιογράφο καλλιτέχνη. Πέρα από τη σαφή διαφορά τεχνοτροπίας, που παρατηρεί κανείς πολύ εύκολα, το γεγονός ότι σχεδόν καμία εικόνα δεν έχει το (διο πλάτος με τις άλλες, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα ανοίγματα στο τέμπλο κατασκευάσθηκαν σύμφωνα με τις διαστάσεις των εικόνων αυτών, οι οποίες είχαν αγιογραφηθεί από διαφορετικούς αγιογράφους, προφανώς αγιορείτες από τα γειτονικά μετόχια. Έτσι, ενώ η εικόνα της Γεννήσεως της Θεοτόκου έχει πλάτος 35 εκ., η διπλανή της έχει πλ. 40 εκ., και η πιο διπλανή της 42 εκ. Μόνο το ύψος όλων σχεδόν των εικόνων του τέμπλου είναι ίδιο, (75 περίπου εκ.).
Η εικόνα που βρίσκεται στα αριστερά της Γεννήσεως της Θεοτόκου παριστάνει τη Μετάσταση της Θεοτόκου στους Ουρανούς. Στο κάτω μέρος εικονίζονται οι Άγιοι Απόστολοι να στέκονται εκστατικοί προ του κενού μνημείου, πάνω δε απ' αυτό, μέσα σε φωτεινή νεφέλη, η Παναγία αναλαμβάνεται ολόσωμη στους ουρανούς, συνοδευόμενη από πλήθος Αγγέλων.
Δίπλα ακριβώς, προς τα αριστερά της, βρίσκεται η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού μας, με έτος κατασκευής της το 1831, όπως αναγράφεται περίπου στο κέντρο της εικόνος. Και οι παραστάσεις της εικόνος αυτής σχεδόν καλύπτουν όλη την επιφάνεια. Στο επάνω μέρος (αριστερά και δεξιά) εικονίζονται οι Άγγελοι να ψάλλουν το "δόξα εν υψίστοις Θεώ...". Λίγο πιο κάτω και δεξιά Άγγελος και πάλι αναγγέλει το χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεως σε ποιμένα, ενώ στα αριστεράτης εικόνος φαίνονται οι "μάγοι" που "οδεύουν προς τον αστέρα". Προς το κέντρο εικονίζονται ο Ιωσήφ "σύννους, διαπορών και θαυμάζων» και η Παναγία μας με τον Ιησού, ως βρέφος, στην αγκαλιά Της. Στο βάθος και πίσω από τα πρόσωπα αυτά ψαίνονται τα ζώα "του σταύλου". Τέλος στο κάτωμέρος της εικόνος παριστάνονται οι ποιμένες με τα πρόβατά τους, οι οποίοι και πρώτοι αξιώθηκαν να πληροφορηθούν το μεγάλο μήνυμα.
Στο άκρο ακριβώς του τέμπλου, και αφού παρεμβάλεται το άνοιγμα της βόρειας πύλης του Αγίου Βήματος που καλύπτεται με βελούδινο παραπέτασμα, βρίσκεται η εικόνα της Συλλήψεως της Αγίας Άννης. Έχει διαστάσεις 37x75 εκ. και προέρχεται από την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα από το 1831. Στο κάτω περιθώριο που σχηματίζεται μεταξύ της παραστάσεως και στο άκρο του ξύλου υπάρχει σημείωση πουλέγει τα εξής: "Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΙΚΩΝ CΙΝΔΡΟΜΗ ΜΕΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΣ ΤΟΥ ΑΝΑΣ΄ ΑCΙ ΕΝ ΕΤΕΙ 1831".
Οι εικόνες που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του τέμπλου (όπως το βλέπουμε), όχι μόνο είναι τελείως ακανόνιστες ως προς το πλάτος τους, αλλά διαφέρουν και απόλυτα μεταξύ τους και ως προς την τεχνοτροπία τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλες είναι του 19ου αιώνος.
Η πρώτη δεξιά εικόνα, όπως συμβαίνει σ' όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες, είναι του Κυρίου μας. Στο επάνω μέρος της σημειώνονται οι λέξεις: "Ο ΩN". Ο Κύριος παριστάνεται ευλογών με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατεί ανοιχτό ευαγγέλιο στο οποίο αναγράφεται η γνωστή φράση-πρόσκληση του Κυρίου μας: "Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κ' αγώ αναπαύσω υμάς". Η εικόνα έχει πλ. 45 εκ. και ύψος 75 εκ.
Δίπλα της είναι η κλασική μορφή του Τιμίου Προδρόμου. Πρόκειται για μια στενόμακρη εικόνα, διαστάσεων 25X75 εκ., της οποίας η τεχνοτροπία και τα χρώματα είναι τελείως διαφορετικά από την προηγούμενη.
Αμέσως μετά είναι η εικόνα που είναι αφιερωμένη στην Αγία Τριάδα. Πρόκειται για μια εικόνα (διαστ. 55x75 εκ.) ασφαλώς νεότερη και προπαντός "εκτός θέσεως". Πράγματι στο σημείο αυτό ήταν άλλοτε η νότια είσοδος του Αγίου Βήματος. Αργότερα τοποθέτησαν την εικόνα της Αγίας Τριάδος την οποία έφεραν ασφαλώς από άλλο ναό.
Κάτω απ' την εικόνα αυτή (και μόνο σ' αυτή), στο κάτω διάζωμα του τέμπλου, όπου συνεχίζεται το ίδιο σανίδωμα με το επάνω μέρος, εικονίζονται τέσσερις σκηνές από τη ζωή του Αδάμ και της Εύας στον κήπο της Εδέμ. Έτσι στην πρώτη σκηνή παρουσιάζεται η "γέννηση" της Εύας από την πλευρά του Αδάμ, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση υπνώσεως. Στη δεύτερη σκηνή ο Αδάμ δίδει τροφή σε διάφορα ζώα του κήπου τα οποία συνυπάρχουν χωρίς κανένα πρόβλημα παρ' όλο που σήμερα τα ξέρουμε άλλα μεν ως ήμερα (οικιακά) και άλλα ως άγρια θηρία. Στην επόμενη σκηνή η Εύα δίδει το μήλο στον Αδάμ, και τέλος στην τέταρτη ο Άγγελος εκδιώκει από τον Παράδεισο τους πρωτοπλάστους. Τα χρώματα από τις παραστάσεις αυτές έχουν φύγει τελείως, σημειώνονται όμως ευκρινώς με μαύρο μολύβι όλες οι παραπάνω σκηνές.
Αμέσως μετά είναι η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Πρόκειται για μια εικόνα διαστάσεων 38x75 εκ., στην οποία αναγράφεται και πάλι η χρονολογία 1830. Ο Άγγελος όρθιος, κρατώντας σκήπτρο, φέρνει το μεγάλο μήνυμα στη Θεοτόκο, η οποία παριστάνεται γονατιστή λέγουσα: "ΙΔΟΥ ΔΟΥΛΙ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ PIMA..."(SIC).
Άποψή μας είναι ότι η εικόνα αυτή και η δεύτερη από αριστερά, η εικόνα δηλ. της Γέννησης της Θεοτόκου, αγιογραφήθηκαν από τον ίδιο καλλιτέχνη, ενώ της ίδιας ακριβώς τεχνοτροπίας, ίσως όμως από άλλο χέρι, είναι οι εικόνες της Μεταστάσεως της Θεοτόκου και της Γεννήσεως του Χριστού.
Τέλος στο άκρο δεξιό του τέμπλου βρίσκεται η εικόνα της "Εν τω Ναώ Εισόδου της Θεοτόκου". Είναι μια εικόνα μικρότερη στο ύψος από τις άλλες και διαστάσεων 40x60 εκ. Η τεχνοτροπία της διαφέρει από τις προηγούμενες. Ο αρχιερέας Ζαχαρίας υποδέχεται στο ναό την τριετή Θεοτόκο που τη συνοδεύουν οι γονείς της Ιωακείμ και Άννα και τέσσερις "αμίαντο ιθυγατέρες των Εβραίων" οι οποίες κρατούν αναμμένες λαμπάδες.
Επάνω ακριβώς από τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου υπάρχει και μια δεύτερη σειρά από 25 μικρές φορητές εικόνες, διαστάσεων η κάθε μία 20x30 περίπου εκατοστών, που αναφέρονται κυρίως στα πρόσωπα των Αγίων Αποστόλων και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Πιο συγκεκριμένα εικονίζονται από αριστερά προς στα δεξιά: Οι Απόστολοι Φίλιππος, Βαρθολομαίος, Ανδρέας, Ιάκωβος και Σίμων, οι Ευαγγελιστές Λουκάς, Μάρκος, Ματθαίος και Ιωάννης και οι άγιοι Απόστολοι Παύλος και Πέτρος. Στο κέντρο ακριβώς βρίσκονται οι εικόνες της Παναγίας, του Κυρίου και του Αγίου Προδρόμου και ακολουθούν προς τα δεξιά, όπως βλέπουμε πάντα το τέμπλο, οι μορφές των Προφητών, οι οποίοι κρατούν στα χέρια τους κάποιες μορφοποιημένες εικόνες και συμβολικά στοιχεία με τα οποία προεικόνισαν την Αειπάρθενο, ενώ τμήματα των προφητειών τους υπάρχουν αποτυπωμένα σε "επιγραφικές ταινίες" που μάλλον συμβολίζουν ειλητάρια. Έτσι ο προφήτης Δαυίδ κρατεί κιβωτό ενώ αναγράφεται στο "ειλητάριο" το "Κιβωτόν σε παρίδω...". Ο προφήτης Σολομών κρατεί στα χέρια ένα ναό, ενώ αναγράφεται το "Ναόν και κλίνιν". Ο προφήτης Ησαίας κρατεί δαυλόν, στη δε "ταινία" αναγράφεται το "λαβίδα και θράκα" (Ησαία 6,6). Ο Προφήτης Μωυσής κρατεί μια αναμμένη βάτο μέσα στην οποία βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας, ενώ αναγράφεται το "βάτου ο καταφλε..". Ο Προφήτης Γεδεών κρατεί σπόγγον ενώ αναγράφεται το "πόκον Θεόδροσον". Ο Προφήτης Ααρών κρατεί ράβδον ενώ υπάρχει η φράση "Ράβδον βλαστήσασα". Ο Προφήτης Ιεζεκιήλ κρατεί μία πύλη, ενώ υπάρχει η φράση "πύλην κεκλεισμένην" (ιεζ. 44, 2). Ο Προφήτης Ζαχαρίας κρατεί λυχνία, ενώ αναγράφεται το "λυχνίαν επτάφω...". Ο Προφήτης Ιακώβ κρατεί σκάλα και αναγράφεται "Κλίμακα ουρανόν." Ο Προφήτης Δανιήλ κρατεί λίθους, ενώ αναγράφεται το "λίθον και όρος Παλαί...". Τέλος ο Προφήτης Ηλίας δεν κρατεί τίποτε, αναγράφεται όμως το "εως πότε θέλετε έχη δύο γνώμας".
Εκτός από τις εικόνες (μεγάλες ή μικρές) που υπάρχουν στο Τέμπλο και που είναι όλες του 19ου αιώνος, υπάρχουν και δύο ακόμη μικρές φορητές εικόνες, της αυτής περιόδου, που βρίσκονται σε άλλες θέσεις.
Η μία παριστάνει τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, είναι διαστ. 31x35 εκ. και βρίσκεται στο προσκυνητάρι του ναού. Η δεύτερη (43x50 εκ.) είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κωσταντίνο και Ελένη και βρίσκεται στο άκρο του βορείου τοίχου, δίπλα ακριβώς στο τέμπλο. Όλες οι άλλες εικόνες που υπάρχουν στο ναό είναι σύγχρονες και χωρίς καμία καλλιτεχνική ή ιστορική αξία.
Από τις εικόνες του ξύλινου και κακότεχνου μάλλον τέμπλου, το οποίο έχει καλυφθεί με μια νεώτερη επένδυση, "γαρνιτούρα", ξεχωρίζει ασφαλώς η εικόνα της Παναγίας. Είναι αφιερωμένη στην ιερή "Κοίμησή" Της.
Πρόκειται για την περίφημη ιστορική και θαυματουργική εικόνα της Παναγίας από κυρομαστίχη. Ολα τα θαύματα που αναγράφονται σε επόμενη ενότητα από τη Χάρη Της έγιναν. Απ' αυτή πήρε τ' όνομά του και το αρχικό-μοναχικό εξωκκλήσι και το σημερινό Μοναστήρι. Μαζί με τα υπάρχον τα τμήματα των λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, του Αγίου Αρσενίου του Καπαδόκη και της Οσίας Ξένης, αποτελεί τον ανεκτίμητο και μοναδικό θησαυρό της μονής. Χιλιάδες ευλαβείς προσκηνυτές όλων των ηλικιών, αφήνουν την ψυχή τους να γονατίσει μπροστά στη Μεγάλη Μάνα ψάλλοντες το: "... πεποιθότες επί την Σην κατεφύγαμεν αντίληψιν κραταιάν, και προς την Σην σκέπην ολοψύχως εδράμομεν και γόνυκλίνομεν Δέσποινα... πρόφθασον θερμή προστασία... χείρα ημίν δος βοηθείας... Επίβλεψον εν ευμενεία... Εις Σε μόνην ελπίζομεν... και επί Σε θαρρούντες κατεφεύγομεν..."
Έχει ύψος 50 εκ. και πλάτος 35. Κατά τον αείμνηστο φίλο και συμφοιτητή Θωμά Προβατάκη, καθηγητή της Βυζαντινής Αρχαιολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είναι εικόνα του 15ου ή το αργότερο του 16ου αιώνος. Είναι έργο αγνώστου καλλιτέχνου. Πριν να αυτοαποκαλυφθεί, με το θαυματουργικό τρόπο που σημειώσαμε σε άλλη ενότητα, βρισκόταν, σύμφωνα πάντα με την τοπική παράδοση που φθάνει τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στη θέση του Πύργου στην περιοχή Αχλάδι, πολύ πιο νότια δηλαδή από τη σημερινή της θέση. Είναι άγνωστο πόσα χρόνια πριν από τη μετατόπιση αυτή ήταν κτισμένο προς τιμήν της το εκκλησάκι που καταστράφηκε από τους πειρατές. Από την υγρασία του τόπου, την πολυκαιρία και προπάντων από την "ταλαιπωρία" που πέρασε η εικόνα λόγω της θρησκευτικής ευλάβειας των πιστών, που ο καθένας ήθελε να αποσπάσει κάτι για "φυλαχτό" όπως γινόταν σ' όλες τις ανάλογες περιπτώσεις μέχρι σήμερα, πριν μπουν μπροστά απ' αυτές προστατευτικά κρύσταλλα, η εικόνα έχει φθαρεί σε μεγάλο βαθμό και τα πρόσωπα είναι δυσδιάκριτα. Φαίνεται πάντως η μορφή της Παναγίας μας, που βρίσκεται στο επάνω μέρος της εικόνος, μέσα σε μια ολόφωτη νεφέλη, ενώ δεξιά και αριστερά της βρίσκονται οι δύο Αρχάγγελοι οι οποίοι και την προσκυνούν. Εικονίζεται μάλλον στο σημείο αυτό η Μετάσταση της Θεοτόκου. Στη μέση της εικόνος διακρίνεται πολύ αμιδρά η μορφή του Κυρίου μας, ο οποίος κρατεί στα χέρια του την ψυχή της Παναγίας ενώ τον περιβάλλουν οι Άγιοι Απόστολοι (όπως εικονίζεται και στη μεγάλη αγιογραφία του νότιου τοίχου). Τέλος στο κάτω μέρος της εικόνος φαίνεται αρκετά καθαρά το σεπτό σκήνωμα της Θεοτόκου. Σήμερα είναι καλυμμένη με πλήθος αφιερωμάτων,συγχρόνων αλλά και παλαιοτέρων. Ένα απ΄αυτά, που παριστάνει ένα χέρι, αναγράφει τη χρονολογία 1897 καθώς και την παρακάτω ενθύμηση: "Εν Κων/λι Ω ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΟΥΣΗΣ ΤΗ 15 Α ΥΓΟΥΣΤΟΥ ΕΙΣ Χ. (ΩΡΙΟΝ) ΜΑΡΙΑΙΣ. ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΑΝΙΚΑΣ Δ.Γ. ΔΡΑΚΟΝΤΟΥ. ΤΗ 4 ΜΑΧΟΥ 1897".
Σ' όλα τα μήκη και πλάτη που εκτείνεται η Αγία μας ορθοδοξία δεν υπάρχει προσκύνημα, ιδιαίτερα της Παναγίας μας, αλλά και κάθε Αγίου, που η παρουσία του να μην είναι γεμάτη από θαυμαστά γεγονότα, από θεραπείες αρρώστων, και γενικά από την έντονη παρουσία της χάρης του Πανάγαθου Θεού.
Και στο προσκύνημα εδώ της Παναγίας των Μαριών άπειρα είναι τα θαυμαστά γεγονότα που διηγούνται οι νεότεροι και τα οποία τα είδαν οι ίδιοι ή τα άκουσαν από τους παλαιότερους. Δεν είναι δυνατό να τα περιγράψει κανείς όλα. Η αγάπη του Θεού εκδηλώνεται κάθε μέρα και κάθε στιγμή της ζωής μας με πάρα πολλούς τρόπους, περισσότερο ή ολιγότερο θαυμαστούς. Τρία-τέσσερα γεγονότα θα περιγράψουμε εδώ. Δεν εξαντλούμε το θέμα. Δε σταματά ποτέ η αγάπη του Θεού...
Μιλήσαμε ήδη για το θαύμα της "προφητείας" του νηπίου που προέβλεψε την παραμονή της πανηγύρεως της Θεοτόκου, τη σφαγή από τους Αγαρηνούς πειρατές. Είπαμε ακόμα για τη θαυμαστή παρουσία της Θεομήτορος στον απλοϊκό εκείνο βοσκό της περιοχής κατά τη δεύτερη ανεύρεση της Αγίας Εικόνας Της. Ο Φώτης Τριάρχης στο δημοσίευμά του "Ο θρύλος της Παναγούδας" διασώζει, περιγράφοντάς το μάλιστα με τρόπο γλαφυρότατο, το θαύμα της θεραπείας της γυναίκας του Πασά. Το θεωρεί δε, και σα βασική αιτία για το μεγάλωμα της εκκλησίας στη σημερινή της κατάσταση." "Εκείνα τα χρόνια, γράφει, ζούσε στις Μαριές ένας τετραπέρατος άνθρωπος. Μονέδα τον φώναζαν οι συγχωριανοί του για την εξυπνάδα του και το επιχειρηματικό του πνεύμα. Κι ενώ το πραγματικό του όνομα ξεχάστηκε ο θρύλος διατήρησε, μέχρι τις ημέρες μας, το παρατσούκλι του...
Ο Μονέδας στάλθηκε κάποτε από την Κοινότητα των Μαριών στην Κωνσταντινούπολη, για την επίλυση κάποιου γενικού αιτήματος των κατοίκων από τον Σουλτάνο. Στην αποστολή του αυτή πέτυχε χάρις στην εξυπνάδα του, αλλά και στην φιλία ενός Τούρκου Πασά που γνώρισε εκεί.
Ο Πασάς εκτιμώντας τον Μονέδα για τον χαρακτήρα του και την ευφυία του, τον φιλοξένησε σπίτι του για λίγες μέρες. Πόνο μεγάλο είχεν ο Πασάς. Η πρώτη του γυναίκα, η καλή Φατμέ, που υπεραγαπούσε, ήταν εδώ και λίγα χρόνια ανίατα άρρωστη. Η πρωτοκόρη της η πολυαγαπημένη, μαθαίνοντας ότι θα την πάντρευαν μ' έναν γέρο Πασά, ενώ αυτή αγαπούσε κάποιον άλλον νεαρό Μπέη, πήρε φαρμάκι κι αυτοκτόνησε. Αυτό έφερε στη χανούμισσα τέτοιο ψυχικό κλονισμό που έπεσε κάτω αναίσθητη για πολλές ώρες. Από τότε κείτοταν παράλυτη και βουβή μεσ' το κονάκι. Ο Πασάς την πήγε στους καλύτερους γιατρούς της Πόλης. Ακόμα και στην Γαλλία την ταξίδεψε, που φημίζονταν τότε για την πρόοδο στην ιατρική.
Ο Μονέδας μόλις έμαθε το ιστορικό Της, την λυπήθηκε κι είπε στον πασά, αυθόρμητα: Εμείς τον γιατρό που χρειάζεστε τον έχουμε στο χωριό μας. Και του ιστόρησε τα θαύματατης Παναγούδας των Μαριών και την ιστορία του μικρού ξωκκλησιού... Ο Μονέδας γύρισε έπειτα από μερικές ημέρες στο χωριό του. Ξέχασε την άρρωστη χανούμισσα και όσα είπε...
Ξάφνου μιαν ημέρα φτάνει αλαφιασμένος ο βιγλάτορας στο σπίτι και του λέει: -Κάτω στην Σκάλα ήρθε με καράβι ένας Τούρκος Πασάς, μαζί με μιαν άρρωστη χανούμισσα και σε ζητούνε. Κεραυνός να έπεφτε πάνω στον Μονέδα θα του έκανε λιγότερη εντύπωση. Χαθήκαμε σκέφτηκε. Αν δεν γίνει καλά η Χανούμισσα ο Πασάς θα νομίζη ότι τον κορόϊδεψα και θα μας σφάξη όλους. Φώναξε τότε τον παπά και τις γυναίκες του χωριού και τους έστειλε στο μικρό ξωκκλήσι της Παναγούδας να προσευχηθούν, εξηγώντας τους τι συμβαίνει. Εκείνες με την αγνή κι άδολη πίστη εκείνων των χρόνων πήγαν στο ξωκκλήσι, άναψαν τα κεριά τους και ικέτεψαν γονατιστές μαζί με τον παπά την Παναγία να κάνη καλά την Χανούμισσα και να σωθή το χωριό τους.
Εν τω μεταξύ ο Μονέδας έφερε τον Πασά με την γυναίκα του στο ξωκκλήσι. Την Χανούμισσα την ξάπλωσαν μαζί με το φορείο της, μπροστά στο άγιο εικόνισμα που κρέμονταν από το τέμπλο. Γύρω της προσεύχονταν οι γυναίκες, κι ο παπάς με την βραχνή φωνή του έψελνε.
Ο Μονέδας με τον Πασά έμειναν απ' έξω από το ξωκκλήσι και έκαναν βόλτα για να δουν τ' αξιοθέατα και να θαυμάσουν την ομορφιά του Θασιακού τοπίου. Ξαφνικά πίσω τους άκουσαν μια γυναικεία φωνή, αδύνατη, να τους μιλά Τουρκικά. Ο Πασάς γύρισε να δη με λαχτάρα. Ο Μονέδας κοίταζε και δεν πίστευε. Περπατώντας σιγά-σιγά μοναχή της ερχόταν προς αυτούς η χανούμισσα. Η παράλυτη και βουβή χανούμισσα... Θαύμα ιερό και πολυθαύμαστο.
- Πως σηκώθηκες την ρώτησεν ο πασάς.
- Ηρθε μια όμορφη μαυροφορεμένη χριστιανή και μου είπε. Σήκω να βγούμε έξω. Κι εγώ την ακολούθησα. Μα μόλις σηκώθηκα χάθηκε από τα μάτια μου. Μήπως την είδατε;
Ο Πασάς με δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε την γυναίκα του. Όλες οι χριστιανές είχαν βγει από το ξωκκλήσι και βλέποντας την Χανούμισσα να περπατά και να μιλά, γονάτισαν στο ύπαιθρο κι έκαναν τα σταυρό τους με τρεμάμενο χέρι. Η Θεία και αόρατη παρουσία της Παναγίας, στον χώρο εκείνο, τις έκανε να νοιώθουν ένα δέος και να κλαίνε από συγκίνηση και χαρά για το θαύμα. Η χανούμισσα δακρυσμένη κι εκείνη έσκυψε και τις φίλησε όλες μία-μία. Κι ο Πασάς έταξε:
- Ό,τι θέλετε θα σας δωρήσω φτάνει να μπορώ.
- Την εκκλησία Πασά μου, να μας αφήσης να κτίσουμε στην Παναγία, που έκανε καλά την γυναίκα σου. Εμείς δεν θέλουμε τίποτα για μας.
- Αυτό είναι πολύ δύσκολο μα θα κάνω ότι μπορώ..." Και ο κ. Τριάρχης καταλήγει τη διήγησή του: "Έτσι κατά τη γνώμη μου κτίστηκε η Εκκλησία".
2. Η παράδοση θέλει τον ανώνυμο αγιογράφο του ναού ως ευεργετηθέντα από την Παναγία. Ήταν, λένε, άρρωστος και έταξε στη Θεοτόκο να γίνει καλά και να αγιογραφήσει την Εκκλησία Της. Και πράγματι αυτό έγινε. Ο ζωγράφος μετά τη θεραπεία του, από σεβασμό και ευγνωμοσύνη προς την Παναγία, δεν έγραψε πουθενά το όνομά του, αν και προσδιόρισε το χώρο για το λόγο αυτό και τον περιέγραψε με ειδικό πλαίσιο πάνω ακριβώς από το εσωτερικό της εισόδου του νότιου τοίχου.
3. Κάποτε ένας ταλαίπωρος και δυστυχής χριστιανός της περιοχής, υπέκυψε στον πειρασμό του Σατανά και μπήκε στην Εκκλησία για να κλέψει τα αφιερώματα της εικόνας της Παναγίας. Δεν κλείδωναν τότε τις πόρτες στα εξωκκλήσια. Οι ανθρωποι τα χρησιμοποιούσαν και σαν καταφύγια σε περίπτωση βροχής και ξαφνικής κακοκαιρίας. Μόνος του λοιπόν ήταν όταν μπήκε ο κλέφτης. Πήρε τα αφιερώματα και βιάστηκε να φύγει. Πού όμως ήταν η πόρτα; Τρεις ώρες έψαχνε σταχαμένα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή αλλά ο ίδιος δεν την έβλεπε. Η αγωνία του κορυφώθηκε, αλλά το πάθος του τον τύφλωνε. Και τότε έφθασε κάποια γριούλα. Τον βρήκε να ψάχνει και να προσπαθεί να βγει από το ναό.
- Τι έπαθες Χριστιανέ μου, τον ρωτά. Τρόμαξε ο ταλαίπωρος και έχασε τα λόγια του...
- Να θέλω να βγω... μα δε μπορώ.
- Μήπως εσύ πήρες τα χρυσά από την Παναγία; συνέχισε η γριούλα, ενώ τα μάτια της έπεφταν επάνω στην Άγια Εικόνα Της.
- Ναι, λέγει τότε έντρομος ο δράστης, και άρχισε να κλαίει.
-Βάλε παιδάκι μου στη θέση τους ό, τι πήρες και γονάτισε μπροστά Της.
Το έκανε ο ταλαίπωρος και αμέσως το μυαλό του ξεκαθάρισε και έφυγε τρεχάτος.
4. Από διαπιστωμένο λεύκωμα προχωρημένης μορφής έπασχε, μας διηγήθηκε η ίδια η Αβέρσα Μαρίνου από τις Μαριές. Έτρεξε στους γιατρούς, πήρε φάρμακα, έκανε δίαιτα, πέρασαν τέσσερα χρόνια και το κακό προχωρούσε. Η ελπίδα της κρεμάστηκε στη Θεομήτορα. Δίπλα της βρίσκονταν η θαυματουργή εικόνα της Παναγούδας... Μια βδομάδα την παρακαλούσε γονατιστή να τη λυπηθεί και να τη γιατρέψει. Και η Παναγία την σπλαχνίστηκε... Από τότε πέρασαν πενήντα χρόνια και η κ. Αβέρσα διηγείται μέχρι σήμερα σ' όλους το θαύμα της Παναγίας.
5. Απ' τις Μαριές ήταν επίσης, και μια άλλη δυστυχισμένη γυναίκα. Ο Θεός είχε επιτρέψει να τη δοκιμάσει φοβερά ο δαίμονας. Την πήγαν στους γιατρούς, την έδεναν, την πρόσεχαν, αλλά αυτή συνεχώς τους ξέφευγε. Τότε κατέφυγαν στο εξωκκλήσι της Παναγούδας. Μέρες πολλές έμειναν εκεί Ο Κύριός μας είχε πει στους μαθητές του" ότι τούτο το γένος (των δαιμόνων) εν ουδενί δύναται εξελθείν ειμή εν προσευχή και νηστεία". Και επιτέλους η χάρη της Μητέρας του Κυρίου μας" νικήθηκε" από τα μαρτύρια της δυστυχισμένης και τις παρακλήσεις των συγγενών της. Όταν έφυγε από το μοναστήρι ήταν τελείως καλά, δοξολογώντας το όνομα του Πανάγαθου Θεού.
6. Τέλος η Ευμορφία Σγουρίδου που ζούσε στα Λιμενάρια έπαθε ξαφνικά ένα νευρικό κλονισμό σε ηλικία 14 ετών και έχασε την ομιλία της. Κανένας γιατρός δε μπορούσε να την βοηθήσει. Τότε η μητέρα της την πήγε στην Παναγούδα και άρχισε καθημερινή αγρυπνία. Σε λίγες μέρες η μικρή Ευμορφία έγινε τελείως καλά και έζησε άλλα 64 χρόνια δοξολογώντας τό Θεό.