ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ & ΘΑΣΟΥ κ.κ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ
Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
«Τοὺς διῃρημένους τοῖς σώμασιν καὶ ἡνωμένους τῷ πνεύματι…»[1].
Ὄντως αὐτοὶ οἱ μεγάλοι πρωτοκορυφαῖοι ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος εἶναι μὲν διῃρημένοι στὰ σώματά τους, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα μὲ τὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Αὐτούς, λοιπόν, τοὺς μοναδικοὺς καὶ ἁγίους μεγάλους μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ πανευφήμους ἀποστόλους, ἑορτάζομε καὶ πανηγυρίζομε σήμερα μέσα στὴν ἁγία μας Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἰδιαιτέρως μάλιστα ἐδῶ στὸν τόπο μας, ἑορτάζομε καὶ πανηγυρίζομε μὲ εὐγνωμοσύνη, μὲ μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ἅγιο Παῦλο ποὺ ἵδρυσε τὴν τοπική μας Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τῶν Φιλίππων, τῆς ἀρχαίας Νεαπόλεως καὶ Χριστουπόλεως, τῆς Καβάλας καὶ τῆς Θάσου, ποὺ εἶναι ἡ πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα μας καὶ στὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑλληνικωτάτη Μακεδονία μας, γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς ὁποίας ἔγιναν τόσοι ἀγῶνες ἁγίων καὶ μαρτύρων, καὶ γιὰ τὴν ὁποία πρέπει μὲ προσευχὴ καὶ προσοχὴ νὰ ἔχομε τὸν νοῦ μας καὶ τὴν σκέψη μας, πάντοτε μὲ ὁμόνοια, εἰρήνη καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς γειτονικοὺς λαούς.
Σήμερα, λοιπὸν στὴν ἐγκύκλιό μας αὐτή θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς μεγάλες αὐτὲς καὶ ἅγιες μορφὲς, τὸν Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο.
Τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου κορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου συναντᾶται στὴν Καινὴ Διαθήκη μὲ τέσσαρες μορφές, δηλαδὴ «Συμεών» (σημιτικοῦ τύπου), «Σίμων» (ἐξελληνισμένη σύντμηση τοῦ προηγουμένου), «Κηφᾶς» (μετεγγραφὴ τοῦ ἀραμαϊκοῦ Kepha<Κεφά> ποὺ σημαίνει «Πέτρα») καὶ «Πέτρος (μετάφραση τῆς προηγουμένης ἀραμαϊκῆς ὀνομασίας, ποὺ ἐδόθη στὸν Σίμωνα ἀπὸ τὸν Χριστό).
Ὁ Σίμων λέγεται υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ, ἀλλὰ θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ὅτι τὸ ὄνομα «Ἰωνᾶς» ποὺ ἀποδίδεται στὸν πατέρα τοῦ Πέτρου νὰ εἶναι σύντμηση τοῦ «Ἰωάννης».
Ὁ Πέτρος γεννήθηκε στὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, δίπλα στὴ λίμνη Γενησαρέτ, ὅπου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ μαζὺ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀνδρέα. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἐκάλεσε ὁ Χριστὸς τοὺς δύο ἀδελφοὺς στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα μαζὺ μὲ τὰ ἄλλα δύο ἀδέλφια τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη τὰ παιδιὰ τοῦ Ζεβεδαίου. Τὸ κάλεσμα τοῦ Πέτρου στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα ἔγινε βαθμιαία. Ὅταν τὸν ἐπαρουσίασε ὁ ἀδελφός του στὸν Κύριο μὲ τὰ λόγια «εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν»[2], τότε ἔλαβε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ ὄνομα «Κηφᾶς», καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη θαυμαστὴ ἐκείνη ἁλιεία ἔγινε «ἁλιεὺς τῶν ἀνθρώπων»[3]. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος κατεῖχε ἐξαιρετικὴ θέση μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Στὶς ἀφηγήσεις τῶν ἱερῶν κειμένων τοῦ Εὐαγγελίου κεντρικὴ θέση κατέχει ἡ ὁμολογία τοῦ Πέτρου γιὰ τὸν Χριστὸ στὴν Καισάρεια τοῦ Φιλίππου. «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»[4] καὶ στὴ συνέχεια ὁ μακαρισμός του ἀπὸ τὸν Χριστό. «μακάριος εἶ Σίμων Βαριωνᾶ… σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν»[5]. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἔγινε μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ ἑπομένως δὲν ἐκφράζει τὴν προσωπική του γνώμη. Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Μιᾶς ἀρχαίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δέχονται ὅτι ἡ ἔκφραση «στὴν πέτρα αὐτὴ θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου» ἀναφέρεται στὴν ὁμολογία του καὶ ὄχι στὸ πρόσωπό του, καὶ ὅτι ἡ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν τε καὶ λύειν»[6] στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀποτελεῖ κάτι τὸ προσωπικὸ τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ εἶναι δικαίωμα ὅλων τῶν ἁγίων Ἀποστόλων[7]. Ἀρνήθηκε βεβαίως λόγῳ ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας τὸν Διδάσκαλό του ὅταν τὸν ἠρώτησε ἡ δούλη ἐκείνη ἐὰν εἶναι μὲ τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζωραῖο, πλὴν ὅμως ὅταν ἐφώνησε ὁ πετεινὸς μετενόησε εἰλικρινῶς καὶ ἔκλαυσε πικρῶς, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀξιώθηκε ἀργότερα πρῶτος νὰ ἰδῇ τὸν Ἀναστημένο Χριστό[8]. Ὁ Πέτρος συνέγραψε καὶ δύο Καθολικὲς Ἐπιστολὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐπιδιώκει νὰ οἰκοδομήσῃ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Χριστό. Κατὰ τὴν παράδοση ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος ἐμαρτύρησε μὲ σταυρικὸ θάνατο στὴν Ῥώμη κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Νέρωνος[9], καὶ ἐτάφη, κατὰ τὸν Γάιο[10], ὁ ὁποῖος ἀναφέρει στὸν διάλογό του πρὸς τὸν Πρόκλο, «ἐπὶ τὸν Βασικανὸν ἢ ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν Ὠστίαν»[11]. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος[12] στὴν θέση ὅπου ἐδεικνύετο ὁ τάφος τοῦ Ἀποστόλου στὴ Ῥώμη ἀνήγειρε Βασιλική, ἐνῷ ὁ Μιχαὴλ Ἄγγελος[13] ἀνῳκοδόμησε τὸν περικαλλέστατο ναὸ ποὺ ὑφίσταται σήμερα.
Γιὰ τὴν ζωή, τὸ ἔργο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἄλλου ἁγίου κορυφαίου ἀποστόλου Παύλου γνωρίζομε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τοῦ ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήμου ἀποστόλου Λουκᾶ τοῦ μαθητοῦ καὶ συνεργάτου του, καὶ ἀπὸ τὶς αὐτοβιογραφικὲς σημειώσεις του στὶς μοναδικὲς ἐπιστολές του ποὺ συμπεριλαμβάνονται στὴν Καινὴ Διαθήκη. Γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας ἀπὸ γονεῖς Ἰουδαίους τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Ὁ πατέρας του ἦταν ῥωμαῖος πολίτης, ἴσως ἦταν καὶ φαρισαῖος ὡς πρὸς τὶς θρησκευτικὲς του πεποιθήσεις. Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ. Ὡς Ταρσέας εἶχε τὴν δύναμη νὰ θεωρῆται «οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης»[14]. Ὁ Στράβων[15], ὁ γεωγράφος, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Ταρσὸς κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὑπερεῖχε τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας στὰ γράμματα καὶ ἦταν ἕδρα πολλῶν στωϊκῶν φιλοσόφων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐξεῖχε ὁ Ἀθηνόδωρος[16].
Στὴν πόλη αὐτὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐδιδάχθηκε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν σκέψη καὶ τὴν ζωὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἀνετράφη μέσα στὴν εὐσέβεια. Ἡ προσευχή, ἡ ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐξήγησή του ἦταν τὸ κέντρο τῆς λατρείας στὴν Συναγωγή, στὴν ὁποία, ὁ Παῦλος, μετέβαινε πολλὲς φορές. Μέσα στὸν αὐστηρὸ αὐτὸ θρησκευτικὸ κύκλο ἀνετράφη καὶ ἀπέκτησε ἐνωρὶς βαθειὰ συνείδηση τῆς διαστάσεως μεταξὺ τοῦ ἰουδαϊκοῦ καὶ τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου καὶ κατενόησε τὴν σημασία τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἰσραηλίτου καὶ τὴν ἀπολύτρωση τοῦ Ἰσραήλ.
Ὁ Φίλων[17] θεωροῦσε τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὡς ἕνα ἀπὸ τοὺς χειροτέρους μαθητές του, καὶ ὁ Παῦλος θεωροῦσε τὸν Φίλωνα αἱρετικό, ἀσχέτως ἐὰν ἐγνώριζε τὶς ἰδέες του περισσότερο ἐξ ἀκοῆς καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν ἔργων του. Ἄλλως τε ἐνωρὶς ὁ Παῦλος ἐπῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσῃ τὸν Νόμο κοντὰ στοὺς σοφοὺς ῥαββίνους τῆς πρωτευούσης τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Καταγόμενος ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμὸ τῆς διασπορᾶς, ἴσως ἤθελε νὰ ἀποδείξῃ στοὺς παλαιστινοὺς συσπουδαστές του ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε καὶ ἀνετράφη μέσα σὲ ἐθνικὸ περιβάλλον ὄχι μόνον δὲν ὑστερεῖ ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ὑπερέχει σὲ ζῆλο γιὰ τὴν τήρηση τοῦ Νόμου. Ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ λόγῳ τοῦ πολλοῦ ζήλου του, ἦταν παρὼν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ στὸν λιθοβολισμὸ τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καὶ διακόνου Στεφάνου. Ἀναφέρει σχετικῶς ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις. «καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου»[18].
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκλήθη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν πορεία του στὴν Δαμασκὸ τῆς Συρίας, στὴν πιὸ ἀκατάλληλη στιγμὴ τῆς ζωῆς του, δηλαδὴ κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία «ἐδίωκε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ»[19]. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπαρουσίασε τὸν Παῦλο στὸν Ἀνανία ὡς «σκεῦος ἐκλογῆς», ὅπως γράφεται στὶς Πράξεις. «εἶπε δὲ πρὸς τὸν Ἀνανίαν ὁ Κύριος πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοι ἐστίν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν τε καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ»[20]. Ὁ Ἀνανίας κατήχησε τὸν Παῦλο καὶ τὸν ἐβάπτισε, καὶ αὐτὸς μόλις ἀσπάσθηκε τὸν Χριστιανισμὸ κατέστη ὁ μεγαλύτερος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνεδείχθη Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καὶ ὅλης τῆς τότε γνωστῆς οἰκουμένης. Μεταξὺ ὅλων τῶν ἄλλων περιοχῶν τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὁ ἅγιος Παῦλος ἦλθε καὶ στὶς περιοχὲς τῆς ἑλληνικωτάτης Μακεδονίας μας μετὰ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονὸς ποὺ συνέβη στὴν Τρῳάδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μὲ τὸ ὄνειρο ποὺ εἶδε, ὁ Παῦλος, ὅταν ὁ Μακεδόνας ἄνθρωπος τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας. «διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν»[21]. Ὑπακούοντας στὴν φωνὴ αὐτὴ καὶ περνῶντας ἀπὸ τὴν Σαμοθράκη, μαζὺ μὲ τοὺς συνεργάτες του, τὸν Σίλα, τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν Λουκᾶ, μετέβη καὶ παρέμεινε στὴν ἀρχαία καὶ μεγάλη ἑλληνικὴ πόλη τῶν Φιλίππων, ὅπου ἵδρυσε τὴν πρώτη χριστιανικὴ ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὐρώπη, βαπτίζοντας τὴν πρώτη χριστιανή, τὴν ἁγία Λυδία τὴν Φιλιππησία. Στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Ἀμφίπολη, στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Βέροια, στὴν Κόρινθο καὶ στὴν Ἀθήνα. Ἐπειδὴ ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλες τὶς μεγάλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος θεωρεῖται ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ ἱδρυτὴς ὅλων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν τῆς χώρας μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε 14 ἐπιστολὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐπιλύει διάφορα προβλήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τοὺς χριστιανούς. Ὡδηγήθηκε αἰχμάλωτος στὴν Ῥώμη γιὰ τὸ μεγάλο ἀποστολικὸ ἔργο του καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο μὲ τὴν ἀποτομὴ τῆς τιμίας κεφαλῆς του, τὴν ἴδια ἀκριβῶς χρονικὴ περίοδο ποὺ ἐμαρτύρησε καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Ἐπὶ τοῦ τάφου του, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς ἀρχαίας Ῥώμης ἀνηγέρθη πρὸς τιμή του περικαλλέστατος ἱερὸς Ναός, ὅπου φυλάσσονται καὶ οἱ ἁλυσίδες του μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν φυλακισμένος.
Εἶναι ἄξιο λόγου νὰ τονισθῇ ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ πρωτοκορυφαῖοι ἅγιοι ἀπόστολοι, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος εἶναι οἱ ἁγιώτεροι τῶν ἁγίων καὶ οἱ ἡρωϊκότεροι τῶν Ἀποστόλων, τῶν ὁποίων τὸ ἔργο θὰ συγκινῇ ὅλες τὶς γενηὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐπιθυμοῦν μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτό.
Σᾶς καλοῦμε ὅλους καὶ ὅλες, λοιπόν, στοὺς ἑορτασμοὺς τοῦ πολιούχου καὶ προστάτου μας ἁγίου Παύλου, στὸν ὁποῖο καὶ ὀφείλομε τὴν χριστιανικὴ ὑπόστασή μας, ποὺ θὰ πραγματοποιηθοῦν στὸν Καθεδρικό μας Ναό του, τὴν Πέμπτη 28 Ἰουνίου στὶς 7 τὸ ἀπόγευμα στὸν Ἑσπερινό, καὶ στὴ συνέχεια στὶς 8.30 στὴ λιτάνευση τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος του. Ἐπίσης τὸ πρωΐ τῆς Παρασκευῆς 29 Ἰουνίου στὴν Θεία Λειτουργία καὶ στὴν Δοξολογία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεώς μας. Τὸ βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας στὶς 9.30 στοὺς ἀρχαίους Φιλίππους θὰ τελεσθῇ ἡ καθιερωμένη ἱερὰ Ἀγρυπνία. Σᾶς περιμένομε ὅλους καὶ ὅλες.
Μὲ ἐγκάρδιες πατρικὲς εὐχὲς καὶ εὐλογίες
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ Ο ΦΙΛΙΠΠΩΝ, ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ & ΘΑΣΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
[1] Α’ Στιχηρὸν ἐκ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς.-
[2] Ἰω. 1, 42-43.-
[3] πρβλ. Μρκ. 1, 16.-
[4] Μτθ. 16, 16.-
[5] Μτθ. 16, 17-18.-
[6] πρβλ. Μτθ. 18,18.-
[7] πρβλ. Ἰω. 20,23.-
[8] Μτθ. 26, 69-75, Μρκ.14, 29-31 & 66,72, Λκ. 22, 55-62, Ἰω. 21, 15-19 & Α’ Κορ. 15,5.-
[9] Ὁ Νέρων, 15 Δεκεμβρίου 37 μ.Χ. ἕως 9 Ἰουνίου 68 μ.Χ. ἦταν ὁ τελευταῖος Ῥωμαῖος αὐτοκράτορας.-
[10] Ὁ Γάιος ἦταν λαϊκὸς ἀντιμοναντιστής θεολόγος ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴ Ῥώμη στὰ τέλη τοῦ 2ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ..-
[11] Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλ. Ἱστορία, 4, Βιβλ.Β’ σελ.31 (στ.27-31): «οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ Γάϊος ὄνομα κατὰ Ζεφυρῖνον Ῥωμαίων γεγονὼς ἐπίσκοπον· ὃς δὴ Πρόκλῳ τῆς κατὰ Φρύγας προϊσταμένῳ γνώμης ἐγγράφως διαλεχθείς αὐτὰ δὴ ταῦτα περὶ τῶν τόπων ἔνθα τῶν εἰρημένων ἀποστόλων τὰ ἱερὰ σκηνώματα κατάτέθειται φησίν· ΄ἐγὼ δὲ τὰ τρόπαια τῶν ἀποστόλων ἔχω δεῖξαι ἐὰν γὰρ θελήσῃς ἀπελθεῖν ἐπὶ τὸν Βασικανὸν ἢ ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν Ὠστίαν, εὑρήσεις τὰ τρόπαια τῶν ταύτην ἱδρυσαμένων τὴν ἐκκλησίαν».-
[12] Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, 27 Φεβρουαρίου 272 ἕως 22 Μαΐου 337, ἅγιος καὶ Ἰσαπόστολος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦταν ῥωμαῖος αὐτοκράτορας ἀπὸ τὸ 306 ἕως τὸ 337.-
[13] Ὁ Μικελάντζελο ντὶ Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, 6 Μαρτίου 1475 ἕως 18 Φεβρουαρίου 1564, γνωστὸς περισσότερο ὡς Μιχαὴλ Ἄγγελος ἦταν Ἰταλὸς γλύπτης, ζωγράφος, ἀρχιτέκτων καὶ ποιητὴς τῆς Ἀναγεννήσεως.-
[14] Πράξ. 21,39.-
[15] Ὁ Στράβων (64 π.Χ. ἕως 24 μ.Χ.) ἦταν ἕλληνας γεωγράφος, φιλόσοφος καὶ ἱστορικός. Εἰδικώτερα, σὰν γεωγράφος, συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν διασημοτέρων τῆς ἀρχαιότητος.-
[16] Ὁ Ἀθηνόδωρος ὁ Σάνδωνος (ὁ πατέρας του ὠνομάζετο «Σάνδων») ἦταν στωϊκὸς φιλόσοφος, γνωστὸς καὶ ὡς «Κανανίτης» ἀπὸ τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς του, ποὺ ἦταν ἕνα μικρὸ χωριὸ κοντὰ στὴν Ταρσό. Κατὰ τὸν Στράβωνα, ὁ Ἀθηνόδωρος εἶχε καὶ γνώσεις Φυσικῆς Γεωγραφίας.-
[17] Ὁ Φίλων, ὁ Ἀλεξανδρεύς ἢ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος (20 π.Χ. ἕως 45 μ.Χ.) ἦταν ἑλληνιστὴς ἰουδαῖος φιλόσοφος ποὺ γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ποὺ ἦταν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τῆς ἑβραϊκῆς διασπορᾶς.-
[18] Πράξ. 7, 58.-
[19] Α’ Κορ. 15,9.-
[20] Πράξ. 9, 15.-
[21] Πράξ. 16,9.-